Εδώ στην Ιταλία η κατάσταση γίνεται πολύ δύσκολη. Έχω βαρεθεί να ακούω προσβολές από τους αντιπάλους μας κάθε Κυριακή, και καθώς ο χρόνος περνάει, η κατάσταση χειροτερεύει».
- Abedi Pele (ποδοσφαιριστής από την Γκάνα, τον Απρίλιο του 1996)
Για να αντιμετωπίσει κάποιος το πρόβλημα του ρατσισμού στα Ιταλικά γήπεδα σημαίνει να μελετήσει ξανά την ιστορία της υποστήριξης από τα οπαδικά «πέταλα» (την υποστήριξη των «ultras» βασισμένη στις θέσεις των ορθίων), για να καταλάβει την δυναμική που έκανε ικανό τον ρατσισμό και τον δεξιό εξτρεμισμό να εξαπλωθεί αλλά και τις επεμβατικές στρατηγικές που είναι αναγκαίες για την καταπολέμηση του.
Ο Ιταλικός όρος «ultra» μεταφράζεται συνήθως από τον Αγγλικό όρο «hooligan», και αυτή είναι μια γενικότητα που αρέσει σε πολλούς Ιταλούς δημοσιογράφους, μαζί με πολλούς ξένους παρατηρητές.
Παρόλα αυτά, αν ελέγξουμε την σημασία των δύο όρων θα συνειδητοποιήσουμε γρήγορα ότι δεν ταυτίζονται. Ο όρος «hooligan» προέρχεται από το όνομα μιας συμμορίας η οποία ήταν ενεργή στα τέλη του 1800 στην Αγγλία, διαβόητη για την επιθετικότητα της. Αυτός ο όρος υπονοεί ευθέως ότι αυτοί οι οπαδοί είναι εγκληματίες, ενώ ο όρος «ultra» είναι πολύ πιο περιεκτικός και θα διατηρηθεί καθ’ όλη την διάρκεια αυτού του άρθρου. Προέρχεται απευθείας από τον κόσμο της πολιτικής (οι υποστηρικτές των Γάλλων βασιλέων, οι αριστερές ομάδες μετά το 68) και υποδηλώνει πολιτικό εξτρεμισμό. Αυτή η διαφορά είναι το αναγκαίο σημείο ξεκινήματος για την μελέτη μας για την ιστορία της «ultra» υποστήριξης στην Ιταλία.
Ο αγγλικός ποδοσφαιρικός χουλιγκανισμός συνέβαλε στον σχηματισμό ομάδων νεαρών ατόμων που εξέφραζαν την υποστήριξή τους με νέους και πιο επιθετικούς τρόπους από το Ευρωπαϊκό πλαίσιο. Πάντως, στις διαφορετικές εθνικές καταστάσεις, αυτό το φαινόμενο έχει αλληλεπιδράσει με κάποια τοπικά πολιτισμικά, κοινωνικά και πολιτικά στοιχεία. Αυτά τα στοιχεία καθόρισαν μια διαφορετική μορφή εξέλιξης των ultras σε σύγκριση με το Αγγλικό μοντέλο.
Πιο συγκεκριμένα, στην Ιταλία το φαινόμενο των «ultras» επέδειξε τέτοιον βαθμό αυτονομίας συγκρινόμενο με το αρχικό του Αγγλικού hooligan, ώστε κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980, είχε γίνει παράδειγμα για άλλες Ευρωπαϊκές χώρες (συγκεκριμένα για Μεσογειακές χώρες όπως η Ισπανία, η Ελλάδα, οι δημοκρατίες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, η νότια Γαλλία και κάποιες από τις Βαλτικές χώρες).
Στην Ιταλία η γέννηση των γκρουπ των «ultras» έλαβε χώρα σε μη-ομαλό πολιτικό πλαίσιο, το οποίο και θα σκιαγραφήσουμε σύντομα. Η Ιταλία επέδειξε μια ειδική λειτουργία που έφτασε στην κορύφωση της μεταξύ του τέλους του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του τέλους της δεκαετίας του 70. Η πολιτική σύγκρουση περιελάμβανε όλα τα κοινωνικά πεδία. την δημόσια ζωή. Τα αθλητικά και πολιτιστικά γεγονότα είχαν τον χαρακτήρα της έκφρασης υποστήριξης ή με άλλα λόγια της αντιπαράθεσης ενός κληρικαλιστικού-συντηρητικού οράματος για τον κόσμο (που σε κάποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις θα μπορούσε να θεωρηθεί σχεδόν φασιστικό) με ένα όραμα συνδεδεμένο με την Κομμουνιστική αριστερά.
Η αντιπαράθεση ήταν επίσης τόσο ξεκάθαρη στο ποδόσφαιρο, σε τέτοια έκταση ώστε είναι εφικτό να υπογραμμίσεις τις διαφορές στις ομάδες με βάση την κοινωνική κατάσταση των οπαδών τους και τις γεωγραφικές περιοχές όπου οι διαφορετικές πολιτικές ιδέες ήταν περισσότερο ή λιγότερο ισχυρές. Στο Μιλάνο η Milan εκπροσωπούσε την ομάδα της εργατικής τάξης (τους σιδηροδρομικούς εργάτες συγκεκριμένα), έτσι θεωρούνταν αριστερή, ενώ αντίθετα η Inter ήταν η ομάδα της μεσαίας τάξης του Μιλάνου και των προαστίων του και θεωρούνταν κοντύτερα στις συντηρητικές ιδέες. Επίσης η πολιτική τάση μιας περιοχής συνήθιζε να έχει μια αυτόματη επίδραση στις πιο σημαντικές ομάδες, οπότε στην κομμουνιστική Emilia η ομάδα της Μπολόνια αναπόφευκτα είχε αριστερούς υποστηρικτές. Αντίστοιχα η ομάδα της Βερόνα ήταν το έμβλημα του συντηρητικού Veneto.
Αυτός ο κανόνας ίσχυε ακόμα και στα πρώτα γκρουπ οπαδών οργανωμένα από τους προέδρους των ομάδων, στην αρχή της δεκαετίας του 1960, με σκοπό να ασχοληθούν με την πώληση των εισιτηρίων και την οργάνωση της υποστήριξης αλλά και τους εκτός έδρας αγώνες. Έτσι διάφορα κλαμπ οπαδών της Inter οργανωμένα από τον Servello, αντιπρόσωπο του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος (Ιταλική ακροδεξιά οργάνωση) και επικεφαλής της διοίκησης της ομάδας, ήταν κοντύτερα σε συντηρητικές ιδέες σε τέτοιο βαθμό ώστε το πρώτο ultra γκρουπ της Inter, των «Boys», προήλθε από την διάσπαση ενός γκρουπ νεαρών οπαδών που άνηκαν στο Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα. Κάποια κλάμπ οπαδών της Τορίνο δεν έκρυβαν τις αριστερές συμπάθειες τους, εμφανίζοντας πολλές φορές πανό με πολιτικά συνθήματα ενώ συχνά ξεκινούσαν συγκρούσεις όταν συναντούσαν φασιστικές συγκεντρώσεις. Το 1964 το “Fedelissimi Club” υποστηρικτών της Τορίνο επιτέθηκε σε μια φασιστική διαδήλωση στο Bergamo.
Σε ένα άκρως πολιτικοποιημένο πλαίσιο λοιπόν, η άνοδος των νεαρών επαναστατών της δεκαετίας του 1960 και η επακόλουθη γέννηση των γκρουπ των ultras δεν είναι μόνο μια έκφραση μιας κοινωνικής και πολιτισμικής συμπεριφοράς, αλλά είναι επίσης ισχυρά επηρεασμένη από την πολιτική κατάσταση.
Στην Αγγλία, οι υποκουλτούρες του δρόμου συνδεδεμένες με την ροκ μουσική συνέβαλαν στην γέννηση και στην ανάπτυξη του συστήματος της κυριαρχίας, το οποίο και είναι και η βάση του οργανωμένου χουλιγκανισμού (ο ισχυρός δεσμός με την περιοχή, πολύ αυστηροί κανόνες εισόδου, άμυνα εναντίον των εισβολέων, επιθετική συμπεριφορά κ.α.). Αυτοί οι κανόνες στην συνέχεια εξαπλώθηκαν σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες μέσω διαφορετικών καναλιών. Στην Ιταλία, μερικά από αυτά τα νεανικά στυλ απέκτησαν σημασία και δύναμη ακριβώς κατά την διάρκεια των χρόνων των φοιτητικών διαδηλώσεων (1968-1969) και των μεγάλων συγκρούσεων των εργοστασιακών εργατών και επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από αυτές. Στην Ιταλία το κίνημα διαμαρτυρίας δεν ήταν αποκλειστικά συνδεδεμένο με τους φοιτητές, αλλά περιελάμβανε έναν μεγάλο αριθμό νεαρών χειρονακτών εργατών. Με βάση την κινηματική εμπειρία, πολλοί νέοι άνθρωποι συγκροτήθηκαν σε ομάδες, πολλές φορές ακόμη και σε μικρά κόμματα, οργανωμένα σύμφωνα με τις Λενινιστικές ιδέες. Αυτές οι ομάδες κατέλαβαν τις πλατείες και δρόμους της Ιταλίας αντιμετωπίζοντας την καταστολή από την αστυνομία και από οργανωμένες δεξιές ομάδες. Αυτές οι ομάδες έλεγχαν ακριβώς τα σημεία συνάντησης όπου οι υποκουλτούρες του δρόμου ανθούσαν. Με αυτόν τον τρόπο, τα νέα στυλ του δρόμου και οι πολιτικές αρχές άρχισαν να αναμειγνύονται στο εσωτερικό αυτών των ομάδων. Αυτό που επίσης συνέβη ήταν ότι στο περιθώριο αυτών των ομάδων, οι καινούργιες, νεανικές υποκουλτούρες εισαγόμενες από την Αγγλία συνδύαζαν την τυπική επαναστατικότητα των νέων και τις αντικαθεστωτικές ιδέες. Αυτή ήταν και η περίπτωση των ultra γκρουπς. Το πρώτο από αυτά τα γκρουπ ονομαζόταν “La Fossa Dei Leoni” (Η Φωλιά των Λεόντων) και δημιουργήθηκε το 1968 στο Μιλάνο. Επακόλουθα, οι Boys της Ιντερ και οι Red and Blue Commandos (Κόκκινοι και Μπλε Κομάντο) της Μπολόνια γεννήθηκαν, μαζί με άλλα γκρουπ που δανείστηκαν τα ονόματα τους απευθείας από την πολιτική διάλεκτο (ξεκινώντας από το «ultras» το 1971 από τους οπαδούς της Σαμπντόρια και συνεχίζοντας στους Τουπαμάρος, τους Φενταγίν αλλά και τους Φολγκόρε και Φιχιλάντες κ.α. ).
Όλα αυτά τα γκρουπ ήταν ξεκάθαρα γοητευμένα από το Αγγλικό μοντέλο χουλιγκανισμού και όταν Άγγλοι και Ιταλοί οπαδοί συναντήθηκαν για ένα παιχνίδι, είχαν την ευκαιρία να κάνουν συγκρίσεις: οι πρώτοι Ιταλοί Ultras άρχισαν να αυτοπροσδιορίζονται με συγκεκριμένα είδη ρούχων και με μια συγκεκριμένη περιοχή του γηπέδου η οποία επακόλουθα έγινε «απαγορευτική» για τους άλλους οπαδούς. Επίσης υποστήριζαν την ομάδα τους με ατέλειωτα συνθήματα κατά την διάρκεια ολόκληρου του ματς κα συμπεριφέρονταν βιαία εναντίον των αντίπαλων οπαδών. Πάντως, τα μέλη των Ιταλών ultras είχαν αναφορές σε ένα άλλο κοινωνικό μοντέλο, συγκεκριμένα τα μικρά, πολιτικά εξτρεμιστικά γκρουπ, καταλαμβάνοντας τους δρόμους και τις πλατείες, παρουσιάζοντας ένα ορατό μοντέλο στρατικοποίησης, οργάνωσης σε φατρίες και σκληράδας.
Είναι ξεκάθαρο ότι τα γκρουπ των ultras έτειναν στο να εναρμονίζονται στο στυλ αυτών των πολιτικών ομάδων υιοθετώντας επίσης τα οργανωτικά και δομικά χαρακτηριστικά τους, μαζί με κάποιες αντικοινωνικές λειτουργίες. Η επιρροή μπορεί να παρατηρηθεί με όρους αυθόρμητης προσκόλλησης κάποιων ultras σε ακροαριστερές ομάδες, αν και οι τελευταίες ποτέ δεν πραγματοποίησαν συστηματικές εκστρατείες στρατολόγησης στα γήπεδα. Η περίπτωση των γκρουπ των ultras που δημιουργήθηκαν από ακροδεξιές ομάδες ήταν διαφορετική. Αυτό συνέβη στις ακόλουθες ομάδες: Inter, Lazio και Verona. Σε αυτές τις περιπτώσεις φαίνεται ότι το Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα, αποκλεισμένο από τους δρόμους και τις πλατείες, προσπάθησε εκμεταλλευτεί την αντικοινωνική επαναστατικότητα των νεαρών οπαδών του ποδοσφαίρου, που συγκεντρώνονταν στα πέταλα των γηπέδων, ώστε να επηρεάσει την συμπεριφορά τους. Έτσι στο Μιλάνο, μέλη-κλειδιά του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος ήταν οι ιδρυτές των Boys της Inter και στην Ρώμη υπήρχε ένας πολύ μεγάλος αριθμός ακροδεξιών οπαδών ανάμεσα στους ultras της Lazio.
- Abedi Pele (ποδοσφαιριστής από την Γκάνα, τον Απρίλιο του 1996)
Για να αντιμετωπίσει κάποιος το πρόβλημα του ρατσισμού στα Ιταλικά γήπεδα σημαίνει να μελετήσει ξανά την ιστορία της υποστήριξης από τα οπαδικά «πέταλα» (την υποστήριξη των «ultras» βασισμένη στις θέσεις των ορθίων), για να καταλάβει την δυναμική που έκανε ικανό τον ρατσισμό και τον δεξιό εξτρεμισμό να εξαπλωθεί αλλά και τις επεμβατικές στρατηγικές που είναι αναγκαίες για την καταπολέμηση του.
Ο Ιταλικός όρος «ultra» μεταφράζεται συνήθως από τον Αγγλικό όρο «hooligan», και αυτή είναι μια γενικότητα που αρέσει σε πολλούς Ιταλούς δημοσιογράφους, μαζί με πολλούς ξένους παρατηρητές.
Παρόλα αυτά, αν ελέγξουμε την σημασία των δύο όρων θα συνειδητοποιήσουμε γρήγορα ότι δεν ταυτίζονται. Ο όρος «hooligan» προέρχεται από το όνομα μιας συμμορίας η οποία ήταν ενεργή στα τέλη του 1800 στην Αγγλία, διαβόητη για την επιθετικότητα της. Αυτός ο όρος υπονοεί ευθέως ότι αυτοί οι οπαδοί είναι εγκληματίες, ενώ ο όρος «ultra» είναι πολύ πιο περιεκτικός και θα διατηρηθεί καθ’ όλη την διάρκεια αυτού του άρθρου. Προέρχεται απευθείας από τον κόσμο της πολιτικής (οι υποστηρικτές των Γάλλων βασιλέων, οι αριστερές ομάδες μετά το 68) και υποδηλώνει πολιτικό εξτρεμισμό. Αυτή η διαφορά είναι το αναγκαίο σημείο ξεκινήματος για την μελέτη μας για την ιστορία της «ultra» υποστήριξης στην Ιταλία.
Ο αγγλικός ποδοσφαιρικός χουλιγκανισμός συνέβαλε στον σχηματισμό ομάδων νεαρών ατόμων που εξέφραζαν την υποστήριξή τους με νέους και πιο επιθετικούς τρόπους από το Ευρωπαϊκό πλαίσιο. Πάντως, στις διαφορετικές εθνικές καταστάσεις, αυτό το φαινόμενο έχει αλληλεπιδράσει με κάποια τοπικά πολιτισμικά, κοινωνικά και πολιτικά στοιχεία. Αυτά τα στοιχεία καθόρισαν μια διαφορετική μορφή εξέλιξης των ultras σε σύγκριση με το Αγγλικό μοντέλο.
οπαδοί της ιταλικής LIVORNO, γνωστοι αντιφασίστες οπαδοί |
Πιο συγκεκριμένα, στην Ιταλία το φαινόμενο των «ultras» επέδειξε τέτοιον βαθμό αυτονομίας συγκρινόμενο με το αρχικό του Αγγλικού hooligan, ώστε κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980, είχε γίνει παράδειγμα για άλλες Ευρωπαϊκές χώρες (συγκεκριμένα για Μεσογειακές χώρες όπως η Ισπανία, η Ελλάδα, οι δημοκρατίες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, η νότια Γαλλία και κάποιες από τις Βαλτικές χώρες).
Στην Ιταλία η γέννηση των γκρουπ των «ultras» έλαβε χώρα σε μη-ομαλό πολιτικό πλαίσιο, το οποίο και θα σκιαγραφήσουμε σύντομα. Η Ιταλία επέδειξε μια ειδική λειτουργία που έφτασε στην κορύφωση της μεταξύ του τέλους του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του τέλους της δεκαετίας του 70. Η πολιτική σύγκρουση περιελάμβανε όλα τα κοινωνικά πεδία. την δημόσια ζωή. Τα αθλητικά και πολιτιστικά γεγονότα είχαν τον χαρακτήρα της έκφρασης υποστήριξης ή με άλλα λόγια της αντιπαράθεσης ενός κληρικαλιστικού-συντηρητικού οράματος για τον κόσμο (που σε κάποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις θα μπορούσε να θεωρηθεί σχεδόν φασιστικό) με ένα όραμα συνδεδεμένο με την Κομμουνιστική αριστερά.
Η αντιπαράθεση ήταν επίσης τόσο ξεκάθαρη στο ποδόσφαιρο, σε τέτοια έκταση ώστε είναι εφικτό να υπογραμμίσεις τις διαφορές στις ομάδες με βάση την κοινωνική κατάσταση των οπαδών τους και τις γεωγραφικές περιοχές όπου οι διαφορετικές πολιτικές ιδέες ήταν περισσότερο ή λιγότερο ισχυρές. Στο Μιλάνο η Milan εκπροσωπούσε την ομάδα της εργατικής τάξης (τους σιδηροδρομικούς εργάτες συγκεκριμένα), έτσι θεωρούνταν αριστερή, ενώ αντίθετα η Inter ήταν η ομάδα της μεσαίας τάξης του Μιλάνου και των προαστίων του και θεωρούνταν κοντύτερα στις συντηρητικές ιδέες. Επίσης η πολιτική τάση μιας περιοχής συνήθιζε να έχει μια αυτόματη επίδραση στις πιο σημαντικές ομάδες, οπότε στην κομμουνιστική Emilia η ομάδα της Μπολόνια αναπόφευκτα είχε αριστερούς υποστηρικτές. Αντίστοιχα η ομάδα της Βερόνα ήταν το έμβλημα του συντηρητικού Veneto.
Αυτός ο κανόνας ίσχυε ακόμα και στα πρώτα γκρουπ οπαδών οργανωμένα από τους προέδρους των ομάδων, στην αρχή της δεκαετίας του 1960, με σκοπό να ασχοληθούν με την πώληση των εισιτηρίων και την οργάνωση της υποστήριξης αλλά και τους εκτός έδρας αγώνες. Έτσι διάφορα κλαμπ οπαδών της Inter οργανωμένα από τον Servello, αντιπρόσωπο του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος (Ιταλική ακροδεξιά οργάνωση) και επικεφαλής της διοίκησης της ομάδας, ήταν κοντύτερα σε συντηρητικές ιδέες σε τέτοιο βαθμό ώστε το πρώτο ultra γκρουπ της Inter, των «Boys», προήλθε από την διάσπαση ενός γκρουπ νεαρών οπαδών που άνηκαν στο Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα. Κάποια κλάμπ οπαδών της Τορίνο δεν έκρυβαν τις αριστερές συμπάθειες τους, εμφανίζοντας πολλές φορές πανό με πολιτικά συνθήματα ενώ συχνά ξεκινούσαν συγκρούσεις όταν συναντούσαν φασιστικές συγκεντρώσεις. Το 1964 το “Fedelissimi Club” υποστηρικτών της Τορίνο επιτέθηκε σε μια φασιστική διαδήλωση στο Bergamo.
Σε ένα άκρως πολιτικοποιημένο πλαίσιο λοιπόν, η άνοδος των νεαρών επαναστατών της δεκαετίας του 1960 και η επακόλουθη γέννηση των γκρουπ των ultras δεν είναι μόνο μια έκφραση μιας κοινωνικής και πολιτισμικής συμπεριφοράς, αλλά είναι επίσης ισχυρά επηρεασμένη από την πολιτική κατάσταση.
το σημείο δολοφονίας του Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια |
οπαδοί της γερμανικής ST.PAULI,ομάδα του ομώνυμου προαστίου στο Αμβούργο. σύμβολο των απανταχού αντιφασιστών . |
Όλα αυτά τα γκρουπ ήταν ξεκάθαρα γοητευμένα από το Αγγλικό μοντέλο χουλιγκανισμού και όταν Άγγλοι και Ιταλοί οπαδοί συναντήθηκαν για ένα παιχνίδι, είχαν την ευκαιρία να κάνουν συγκρίσεις: οι πρώτοι Ιταλοί Ultras άρχισαν να αυτοπροσδιορίζονται με συγκεκριμένα είδη ρούχων και με μια συγκεκριμένη περιοχή του γηπέδου η οποία επακόλουθα έγινε «απαγορευτική» για τους άλλους οπαδούς. Επίσης υποστήριζαν την ομάδα τους με ατέλειωτα συνθήματα κατά την διάρκεια ολόκληρου του ματς κα συμπεριφέρονταν βιαία εναντίον των αντίπαλων οπαδών. Πάντως, τα μέλη των Ιταλών ultras είχαν αναφορές σε ένα άλλο κοινωνικό μοντέλο, συγκεκριμένα τα μικρά, πολιτικά εξτρεμιστικά γκρουπ, καταλαμβάνοντας τους δρόμους και τις πλατείες, παρουσιάζοντας ένα ορατό μοντέλο στρατικοποίησης, οργάνωσης σε φατρίες και σκληράδας.
Είναι ξεκάθαρο ότι τα γκρουπ των ultras έτειναν στο να εναρμονίζονται στο στυλ αυτών των πολιτικών ομάδων υιοθετώντας επίσης τα οργανωτικά και δομικά χαρακτηριστικά τους, μαζί με κάποιες αντικοινωνικές λειτουργίες. Η επιρροή μπορεί να παρατηρηθεί με όρους αυθόρμητης προσκόλλησης κάποιων ultras σε ακροαριστερές ομάδες, αν και οι τελευταίες ποτέ δεν πραγματοποίησαν συστηματικές εκστρατείες στρατολόγησης στα γήπεδα. Η περίπτωση των γκρουπ των ultras που δημιουργήθηκαν από ακροδεξιές ομάδες ήταν διαφορετική. Αυτό συνέβη στις ακόλουθες ομάδες: Inter, Lazio και Verona. Σε αυτές τις περιπτώσεις φαίνεται ότι το Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα, αποκλεισμένο από τους δρόμους και τις πλατείες, προσπάθησε εκμεταλλευτεί την αντικοινωνική επαναστατικότητα των νεαρών οπαδών του ποδοσφαίρου, που συγκεντρώνονταν στα πέταλα των γηπέδων, ώστε να επηρεάσει την συμπεριφορά τους. Έτσι στο Μιλάνο, μέλη-κλειδιά του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος ήταν οι ιδρυτές των Boys της Inter και στην Ρώμη υπήρχε ένας πολύ μεγάλος αριθμός ακροδεξιών οπαδών ανάμεσα στους ultras της Lazio.
Ήταν ένας συνδυασμός μεταξύ μίας ποδοσφαιρικής κουλτούρας που ήταν λιγότερο εξαρτώμενη από τους οπαδούς της εργατικής τάξης συνδεδεμένης με τις πολιτικές ομάδες που καθόρισαν τον ιδιόμορφο χαρακτήρα του «ultra» κινήματος. Δεν ήταν αποκλειστικά βασισμένο σε μία κοινότητα εργατικής τάξης (όπως ήταν οι hooligans στην Αγγλία), αλλά αντιπροσώπευε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Το «ultra» κίνημα δημιουργήθηκε αμφότερα από «ανθρώπους που έχουν πειραματιστεί με την μαζική βία στο πολιτικό πεδίο» (όχι μόνο εργατικής τάξης αλλά και μικρομεσαίας τάξης, όχι μόνο αριστεροί αλλά και δεξιοί) και από «ανθρώπους που έχουν πειραματιστεί με την βία για την ικανοποίηση των καθημερινών αναγκών» (τοπικές συμμορίες).
Ας εξετάσουμε τώρα με περισσότερη λεπτομέρεια μερικά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τα Ιταλικά γκρουπ από τα Ευρωπαϊκά αυτή την περίοδο. Θα δούμε ότι η ανάμιξη μεταξύ της ποδοσφαιρικής υποστήριξης και της πολιτικής δραστηριότητας απορροφήθηκε από τα γκρουπ των ultras, και ήταν εμφανή στα συμπεριφορικά τους μοτίβα και στις οργανωτικές τους δομές.
οπαδοί συγκρούονται με τις δυνάμεις καταστολής |
οι φασίστες οπαδοί της LAZIO |
οπαδοί της LAZIO S.S. της γνωστής για τους νεοναζί οπαδούς ομάδας |
οπαδοί της αγγλικής LIVERPOOL |
Η ανάκτηση μερικών λαϊκών οπαδικών παραδόσεων, μαζί με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της «ultra» υποστήριξης αντιπροσώπευαν μια ισχυρή πιθανότητα έλξης και ένα δυναμικό όργανο ταύτισης γα τους νεαρότερους οπαδούς και έκανε ευκολότερη την επίτευξη στόχων που συνεχώς κυνηγούσαν αυτά τα γκρουπ και την οποία επίσης δανείστηκαν από την πολιτική σφαίρα, συγκεκριμένα την διαρκή απόπειρα ελέγχου, με έναν ηγεμονικό τρόπο, όλου του «πετάλου».
Αυτά είναι τα στοιχεία που χαρακτήριζαν το «ultra» κίνημα το οποίο γεννήθηκε την δεκαετία του 1970. Όσο περνούσε ο καιρός, η ανάπτυξη αυτού του κινήματος ήταν συνεχής και συμπορευόταν με την σημαντική αύξηση στις συρράξεις μεταξύ αντιπάλων οπαδών.
Όμως, ήταν μόνο το 1975 και πιο συγκεκριμένα την 21η Δεκεμβρίου του 1975, όταν το φαινόμενο ultras έκανε επίδειξη των βαθιών του ριζών μεταξύ του κυρίως σώματος της ομαδικής υποστήριξης, σε τέτοια έκταση που η Ιταλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία αποφάσισε να κάνει ένα κάλεσμα για «ημέρα φιλίας» εναντίον των βίαιων κομμάντο, στον απόηχο των βίαιων συγκρούσεων που έλαβαν μέρος κατά την διάρκεια του Εθνικού Πρωταθλήματος της περιόδου 74/75.
Αυτά είναι τα στοιχεία που χαρακτήριζαν το «ultra» κίνημα το οποίο γεννήθηκε την δεκαετία του 1970. Όσο περνούσε ο καιρός, η ανάπτυξη αυτού του κινήματος ήταν συνεχής και συμπορευόταν με την σημαντική αύξηση στις συρράξεις μεταξύ αντιπάλων οπαδών.
Όμως, ήταν μόνο το 1975 και πιο συγκεκριμένα την 21η Δεκεμβρίου του 1975, όταν το φαινόμενο ultras έκανε επίδειξη των βαθιών του ριζών μεταξύ του κυρίως σώματος της ομαδικής υποστήριξης, σε τέτοια έκταση που η Ιταλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία αποφάσισε να κάνει ένα κάλεσμα για «ημέρα φιλίας» εναντίον των βίαιων κομμάντο, στον απόηχο των βίαιων συγκρούσεων που έλαβαν μέρος κατά την διάρκεια του Εθνικού Πρωταθλήματος της περιόδου 74/75.
ο κοινωνικός αναβρασμός αποτυπώνεται και στα ίδια τα γήπεδα |
οι εθνικόφρονες οπαδοί του κυπριακού ΑΠΟΕΛ |
Τα ονόματα των νέων γκρουπ ήταν ακόμα επηρεασμένα από την πολιτική κατάσταση αυτών των χρόνων: πολλά γκρουπ όριζαν τον εαυτό τους ως «Ταξιαρχίες» (Brigades), αναφερόμενα στις τρομοκρατικές ομάδες που ήταν ενεργές αυτήν την περίοδο, και διάφορα σύμβολα που ανήκουν στην αριστερή τρομοκρατία εμφανίστηκαν (για παράδειγμα το πεντάγωνο αστέρι των Ερυθρών Ταξιαρχίων [Red Bridages]), καθώς και στην δεξιά τρομοκρατία (το δίκοπο τσεκούρι που ήταν έμβλημα της Ordine Nuovo [Νέα Τάξη]). Έγινε όλο και πιο συνηθισμένο για τα γκρουπ των ultras να οργανώνουν συγκρούσεις έξω από τα γήπεδα ώστε να αποφύγουν τον έλεγχο της αστυνομίας. Η αύξηση της βίας υπογραμμίστηκε από τον θάνατο ενός οπαδού της Lazio το 1979 πριν το ξεκίνημα του ντέρμπυ μεταξύ της Roma και της Lazio. Εκείνη την μέρα άλλες βίαιες συγκρούσεις συνέβησαν προκαλώντας αρκετούς τραυματισμούς στο Άσκολι, το Μιλάνο, και την Μπρέσια. Όμως, αυτήν την περίοδο, τα μεγάλα γκρουπ των ultras είχαν κατ’ ουσίαν πάρει τον ολοκληρωτικό έλεγχο των «πετάλων».
Αν και ο πολεμοχαρής χαρακτήρας ήταν δυνατότερος και το επίπεδο των συγκρούσεων ήταν υψηλότερο, το πρότυπο συμπεριφοράς που ενεργοποιούσε την βία ακολουθούσε τον κανόνα «της βίας ως όργανο» δανεισμένος από την πολιτική. Πριν κερδίσουν την είσοδο στην ελίτ ή στον πυρήνα του γκρουπ, μέσω της μεγαλύτερης περιφερικής υποστήριξης από το γκρουπ, τα άπειρα μέλη έπρεπε να περάσουν μια σειρά δοκιμασιών και να επιδείξουν την αξιοπιστία τους όχι μόνο από μια στρατιωτική οπτική γωνία, αλλά επίσης και με όρους οργάνωσης και γενικότερης συμπεριφοράς. Η άσκηση βίας συνέβαινε μόνο κατά την διάρκεια αγώνων μεταξύ ομάδων των οποίων οι οπαδοί ήταν ιστορικά εχθρικοί μεταξύ τους και με μεγάλα γκρουπ ultras. Έτσι, η προσφυγή στην βία κατά κάποιο τρόπο ελέγχονταν. Αν κάποιος έδειχνε ανίκανος να κινηθεί αποτελεσματικά, αγνοούσε τα αρχαιότερα μέλη, και με αυτόν τον τρόπο έβαζε σε κίνδυνο την ασφάλεια του γκρουπ, έμενε απ’ έξω και απομακρυνόταν. Την ίδια περίοδο, τα μέλη των ultras αυξήθηκαν, και αυτά τα κινήματα δυνάμωσαν τις οργανωτικές δομές τους. Αυτά τα χρόνια είδαν την γέννηση των «Διευθυνόντων», μοντέλο που χρησιμοποιούνταν από τα ακροαριστερά πολιτικά κόμματα. Η δουλειά των «Διευθυνόντων» ήταν να συντονίζουν τις συνεχώς αυξανόμενες ενέργειες που πραγματοποιούσαν τα γκρουπ των ultras. Σε αυτό το στάδιο, αυτές οι ενέργειες αντιστοιχούσαν στις τυπικές ενός οργανωμένου κλάμπ οπαδών και ήταν συγκεκριμένα αφοσιωμένες στην οργάνωση εκτός έδρας αγώνων και στην διαχείριση ορισμένου αριθμού εισιτηρίων.
Σε αυτή την περίοδο η ανάγκη για δυνατότερες σχέσεις με την Διοίκηση της Ομάδας αναδύθηκε. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα των διάφορων ενεργειών και της διανομής τους μέσα στα γκρουπ των ultras στα τέλη της δεκαετίας του 70, παραθέτουμε μια συνέντευξη ενός αρχηγού των ultras της Τορίνο:
«…Οι αρχηγοί είναι οκτώ συμπεριλαμβανομένου εμού…κάθε ένας μας έχει και τις δικές του αρμοδιότητες. Οι γυναίκες κυρίως ασχολούνται με τα οικονομικά θέματα και είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου υπεύθυνες για την συγκέντρωση σημαιών και τυμπάνων. Εμείς ασχολούμαστε περισσότερο με τις σχέσεις με την Διοίκησης της Ομάδας… Υπάρχουν συγκεκριμένες αρμοδιότητες: η οργάνωση για τα εκτός έδρας παιχνίδια, η ερώτηση για τις τιμές, τα χρονοδιαγράμματα και την ενοικίαση λεωφορείων, η ενασχόληση με τα υλικά, για παράδειγμα η επιδιόρθωση σημαιών και ούτω καθεξής, η αγορά χαρτικών, αυτοκόλλητων ή t-shirt, η οργάνωση της υποστήριξης και το να είσαι υπεύθυνος για τα κονφετί και τους πυρσούς, το να πηγαίνεις στην Διοίκηση της Ομάδας για τα εισιτήρια και το να διατηρείς σχέσεις με την Ομάδα όπως επίσης και με άλλα κλάμπ… Όσον αφορά τα έσοδα, κάποτε συνηθίζαμε να βγάζουμε γενικές συλλογές όχι μόνο μεταξύ μας και να πουλάμε τα υλικά μας: T-shirt, αυτοκόλλητα και κασκόλ με την λέξη “ultra” πάνω τους. Αλλά τότε η Διοίκηση της Τορίνο αποφάσισε ότι αυτό δεν ήταν πολύ κομψό, μας είπε να καταγράψουμε τα έξοδα μας και μετά μας επαναχρημαδότησε.»
«…Οι αρχηγοί είναι οκτώ συμπεριλαμβανομένου εμού…κάθε ένας μας έχει και τις δικές του αρμοδιότητες. Οι γυναίκες κυρίως ασχολούνται με τα οικονομικά θέματα και είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου υπεύθυνες για την συγκέντρωση σημαιών και τυμπάνων. Εμείς ασχολούμαστε περισσότερο με τις σχέσεις με την Διοίκησης της Ομάδας… Υπάρχουν συγκεκριμένες αρμοδιότητες: η οργάνωση για τα εκτός έδρας παιχνίδια, η ερώτηση για τις τιμές, τα χρονοδιαγράμματα και την ενοικίαση λεωφορείων, η ενασχόληση με τα υλικά, για παράδειγμα η επιδιόρθωση σημαιών και ούτω καθεξής, η αγορά χαρτικών, αυτοκόλλητων ή t-shirt, η οργάνωση της υποστήριξης και το να είσαι υπεύθυνος για τα κονφετί και τους πυρσούς, το να πηγαίνεις στην Διοίκηση της Ομάδας για τα εισιτήρια και το να διατηρείς σχέσεις με την Ομάδα όπως επίσης και με άλλα κλάμπ… Όσον αφορά τα έσοδα, κάποτε συνηθίζαμε να βγάζουμε γενικές συλλογές όχι μόνο μεταξύ μας και να πουλάμε τα υλικά μας: T-shirt, αυτοκόλλητα και κασκόλ με την λέξη “ultra” πάνω τους. Αλλά τότε η Διοίκηση της Τορίνο αποφάσισε ότι αυτό δεν ήταν πολύ κομψό, μας είπε να καταγράψουμε τα έξοδα μας και μετά μας επαναχρημαδότησε.»
Μεταξύ του 1983 και του 1989, το κίνημα των ultras έφτασε μέχρι τα γήπεδα των επαρχιακών πόλεων και των ομάδων που έπαιζαν σε χαμηλότερες Κατηγορίες, εμπλέκοντας άτομα νεαρής ηλικίας προερχόμενα από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Οι συνθήκες της κοινωνικής στέρησης δεν ήταν απαραίτητα ένα προαπαιτούμενο για την συμμετοχή στους ultras: αντίθετα, σε αυτά τα γκρουπ υπήρχαν άνθρωποι με καλές δουλειές και συχνά με καλή μόρφωση, επίσης αγόρια που προέρχονταν από καλοβαλμένες οικογένειες ή παντρεμένοι άντρες με σταθερή ζωή. Πολλές φορές ήταν ακριβώς στις μικρές, πλούσιες, επαρχιακές πόλεις όπου τα σκληρότερα και πιο ακραία γκρουπ μπορούσαν να βρεθούν, όπως στην Άσκολι, την Τσεζένα, την Βερόνα και το Ούντινε. Σε αυτές τις πόλεις η αλληλεπίδραση μεταξύ της κουλτούρας των ultras, της λογικής και των παραδοσιακών αντιπαλοτήτων μεταξύ πόλεων και περιοχών αναδύθηκαν ξεκάθαρα και με τον πιο αυθεντικό τρόπο. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου ο κόσμος των ultras κυριαρχήθηκε έντονα από τοπική και τοπικιστική υπερηφάνεια, ένα στοιχείο που δημιουργούσε μια ισχυρή ταυτότητα. Πριν, ήταν πάντα δυνατόν να συνδεθεί η χρήση βίας εναντίον των εισβολέων (όπως οι αντίπαλοι οπαδοί ή η αστυνομία) με την άμυνα της περιοχής των ultras (το πέταλο, η πόλη και τα χρώματα της ομάδας), επιπλέον όμως συνδέθηκε με μια ατμόσφαιρα, μια πολιτική ένταση η οποία θα μπορούσε να προμηθεύσει ένα πλεόνασμα ταυτότητας, συνοχής και συγκέντρωσης, βασισμένη όχι μόνο στην λογική του φίλου-εχθρού. Από την άλλη, στην δεκαετία του 1980, με την παρακμή των πολιτικών κινημάτων, η κατάσταση δεν ήταν πλέον η ίδια. Έτσι, σε αυτά τα χρόνια, η κύρια τάση μέσα στα κινήματα των ultras ήταν η ακόλουθη: μεγαλύτερη σημασία δόθηκε στην επαρχιακή ή τοπική ταυτότητα και τον τοπικισμό, στις επαρχιακές και τοπικές αντιπαλότητες και ιστορικές εχθρότητες και στον εντοπισμό των ultra γκρουπ που θα θεωρούνταν εχθροί. Η λογική τους, του σκοπού ως ένας απελευθερωμένου χώρου αντικαθίσταται από τον σκοπό ως μιας μικρής μητέρας πατρίδας. Με αυτόν τον τρόπο ο φυλετισμός, η μόδα της σκληρότητας και παραστρατιωτική οργάνωση, μαζί με τον νοσηρό σύνδεσμο με την μικρή μητέρα πατρίδα, τα οποία είναι όλα πολύ κοντά σε ακροδεξιές αξίες, άνοιξαν τον δρόμο για μια εύκολη άνοδο ρατσιστικής και ξενοφοβικής συμπεριφοράς μέσα στα γήπεδα.
Την ίδια στιγμή, τα παραδοσιακά μεγάλα γκρουπ αντιμετωπίζουν μια περίοδο κρίσης. Έπρεπε να αντιμετωπίσουν την ενδυνάμωση των μέτρων ασφαλείας μέσα στα γήπεδα. Οι έλεγχοι στα γκρουπ που ακολουθούσαν την ομάδα στους εκτός έδρας αγώνες αυξήθηκαν επίσης, μαζί με τον έλεγχο σε μέρη που μπορούσαν να προσεγγιστούν από τα κινήματα των ultras. Επιπλέον, η πρώτη αλλαγή γενιάς συνέβη στις ιεραρχίες των ultras. Κάποιοι χαρισματικοί ηγέτες, ενεργοί ακόμα και στον πολιτικό κόσμο, άφησαν τα πέταλα, συχνά εξαιτίας των αναρίθμητων κατασταλτικών μέτρων εναντίον τους εξαιτίας γεγονότων που συνέβαιναν ταυτόχρονα στα γήπεδα και στην πολιτική. Κάποια άλλα μέλη αποχώρησαν από τα γκρουπ ή έχασαν την επιρροή τους εκεί εξαιτίας προβλημάτων με τα ναρκωτικά. Εν τω μεταξύ, τα πέταλα είδαν την γέννηση άλλων γκρουπ, που δημιουργήθηκαν από πολύ νεαρά αγόρια (από 14 έως 16 ετών), που συχνά αποδοκιμάζονταν από τα επίσημα γκρουπ. Αυτά τα νέα γκρουπ, πάντως, κατάφεραν να καταλαμβάνουν την δική τους περιοχή στο πέταλο πίσω από το πανό τους. Τα ίδια τα ονόματα τους υπογράμμιζαν την διαφορετική έμπνευση τους, σύγκριση με τα γκρουπ που δημιουργήθηκαν κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 70: σε αυτή την περίοδο τα νέα γκρουπ επέλεγαν ονόματα όπως “Wild Kaos” (ΣτΜ: Άγριο Χάος), “Sconvolts” (μετάφραση κατά προσέγγιση: “Οργισμένοι Άνθρωποι”, “Verona Alcohol (ΣτΜ: Αλκοόλ της Βερόνα), “Nuclei Sconvolti” (μετάφραση κατά προσέγγιση: Οργισμένοι Πυρήνες). Αυτά τα γκρουπ ενδιαφέρονταν κυρίως να τσακωθούν και άνηκαν στην κουλτούρα των καταχρήσεων και των «φρικιών». Το μοντέλο τους δεν ήταν ο μητροπολιτικός αντάρτης δρόμου, αλλά ο Άλεξ, ο νεαρός σούπερ-κακοποιός στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι», του οποίου το ομοίωμα άρχισε να εμφανίζεται σε διάφορα πέταλα, αντικαθιστώντας την προσωπογραφία του Τσε Γκεβάρα. Τα νέα γκρουπ ήταν το αποτέλεσμα μιας περιόδου στην οποία η κοινωνία κυριαρχούνταν από τον ηδονισμό, την τάση προς επίδειξη, την απέχθεια προς πολιτικές και κοινωνικές δεσμεύσεις.
Το στυλιστικό παράδειγμα που υιοθετήθηκε από πολλά νέα μέλη των ultras, συχνά σοβινιστικό, βίαιο και μισαλλόδοξο, είναι αυτό του “paninaro” (παρόμοιο στυλ με αυτό του casual). Όλα αυτά τα γκρουπ δημιουργήθηκαν μεταξύ του 1983 και του 1985 και αποδείχθηκαν πιο ικανά στο αποφεύγουν την αστυνομική καταστολή. Μπορούσαν εύκολα να μπερδέψουν τους ελέγχους αλλάζοντας την εμφάνιση τους και την ταυτότητα τους. Δεν νοιάζονταν για τις υπάρχουσες συμμαχίες, τις διέλυαν, ή δημιουργούσαν κρίσεις εξαιτίας της μη-ελεγχόμενης συμπεριφοράς τους, ενώ συχνά χρησιμοποιούσαν μαχαίρια. Έχοντας αυτά τα χαρακτηριστικά, πολλά από αυτά τα γκρουπ στράφηκαν εναντίον της αρχής «του μονοπωλίου της βίας», εννοώντας ότι μέχρι εκείνη την στιγμή, η καταφυγή στην βία γινόταν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και σύμφωνα με ακριβείς κανόνες, ενώ η φιλοσοφία αυτών των νέων γκρουπ ήταν η καθαρή βία, δυναμική ενέργεια για χάρη της ίδιας, που εξασκούνταν παντού και πάντα. Έτσι, αποτέλεσαν μια εναλλακτική έλξη για οποιονδήποτε έδινε προτεραιότητα στις στρατιωτικές ενέργειες εντός του γκρουπ των ultras. Πάντως, ενώ σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες η αυξανόμενη τάση προς την εξειδίκευση των σκληρότερων και πιο επιθετικών γκρουπ τους οδήγησε σε έναν βαθμό διαχωρισμού από τους υπόλοιπους οπαδούς, στην Ιταλία αυτό δεν συνέβη.