Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

Ο ΝΟΜΟΣ ΠΛΑΙΣΙΟ ΚΑΙ ΤΙ ΦΕΡΝΕΙ..

Τέλη Αυγούστου σχεδιάζει η κυβέρνηση να θέσει σε ψήφιση τον νόμο πλαίσιο τελείως αντιδημοκρατικα επιλέγοντας την ολοκληρωτική ρήξη με το νεολαιίστικο κίνημα. Σε με περίοδο όπου η κυβέρνηση έχει ανοίξει παντού μέτωπα έκανε το στρατηγικό λάθος να πιστέψει πως λόγο καλοκαιρίου το φοιτητικό κίνημα έχει μειωμένα αντανακλαστικά. Στο βωμό της αποπλήρωσης των τοκογλύφων και των τραπεζιτών καταργεί το κεκτημένο πανεπιστήμιο της μεταπολίτευσης θέτοντας ισχυρούς ταξικούς και ρατσιστικούς φραγμούς. Εδώ παρατίθετενταί μερικά σημεία του:

  • Μπαίνει οριστικά τέλος στα πτυχία όπως τα ξέραμε. Πλέον, αντικαθίστανται από ένα σύνολο πιστωτικών μονάδων τις οποίες θα βαλθούμε αγωνιωδώς να κυνηγάμε. Καθιερώνονται οι δύο κύκλοι σπουδών (το γνωστά bachelor-master) με τον πρώτο να διαρκεί 3 χρόνια και τον δεύτερο 1 ή 2. Αυτό συμβαίνει για να δημιουργήσει αποφοίτους και εργαζόμενους πολλών ταχυτήτων, με οικονομικά, προφανώς, κριτήρια (φθηνότερο bachelor – ακριβότερο master). Το επιδωκόμενο αποτέλεσμα είναι απλό. Η κρίση δημιουργεί την ανάγκη ενός ακόμα φτηνότερου εργαζόμενου για το κεφάλαιο. Ο κατακερματισμός των δικαιωμάτων των πτυχιούχων εξυπηρετεί ακριβώς αυτό, μιας και εξαναγκάζει τη μεγάλη μάζα των εργαζομένων να δουλεύει με τα λιγότερα (έως ανύπαρκτα) πλέον δικαιώματα άρα και με το μικρότερο κόστος. Προφανώς αυτή είναι μια πάγια κατεύθυνση στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, μόνο που σήμερα στον καιρό της κρίσης αποτελεί σημείο στρατηγικής ανάκαμψης για το κεφάλαιο.
  • Στα πλαίσια της φοιτητικής μέριμνας, η οποία μετατρέπεται από μέριμνα σε όχημα εντατικοποίησης, προβλέπεται >διαγραφή κάθε φοιτητήπου δε θα γραφτεί στη σχολή για δύο εξάμηνα και πιθανή διαγραφή μετά από ν+2 έτη. Με τα σημερινά δεδομένα δηλαδή, οι μισοί φοιτητές της σχολής μας δε θα έπαιρναν πτυχίο (μέσος όρος φοίτησης τα 7,2 έτη)! Καταργείται ξεκάθαρα η διανομή δωρεάν συγγραμμάτων, (σε τρία χρόνια από τώρα αν όλα πάνε καλά!), η σίτιση – στέγαση διατηρείται μόνο για τους πολύ εκλεκτούς με ανταποδοτικά κριτήρια (βλ. επιδόσεις στη σχολή κ.λπ.) ενώ διατυπώνεται σαφώς και συγκεκριμένα η εισαγωγή διδάκτρων μετά από τα ν+1 έτη. Για όσους δε διαθέτουν τα απαιτούμενα χρήματα, υπάρχουν τα φοιτητικά δάνεια (άτοκα για τους φοιτητές που δεν έχουν ξεπεράσει το ν+1) καθώς και η εργασία σε τομείς της σχολής (το τι θα απογίνουν οι ήδη εργαζόμενοι εκεί δεν το ξέρουμε).
  • Όσο για τη χρηματοδότηση, δεν είναι πλέον δεδομένη, αλλά εξαρτάται από την αξιολόγηση. Βέβαια η αξιολόγηση θα γίνεται με βάση εύηχες έννοιες όπως “δείκτες ποιότητας” αλλά και κάποιες πιο ξεκάθαρες όπως “επίτευξη των στόχων που έχουν συμφωνηθεί με το υπουργείο”. Δίνεται έτσι κι αλλιώς το δικαίωμα στο υπουργείο να διακόψει τελείως την χρηματοδότηση σε περίπτωση αρνητικής αξιολόγησης, δηλαδή μη προσαρμογής των ιδρυμάτων στις επιταγές του. Εννοείται ότι για τις δύσκολες στιγμές, όπως η κρίση, υπάρχει και το ιδιωτικό κεφάλαιο που μπορεί άφοβα να επενδύσει αφού θεσπίζονται επώνυμες καθηγητικές έδρες μέσω χορηγιών. Με άλλα λόγια το πανεπιστήμιο εξαρτάται πιο άμεσα από ποτέ τόσο από τις ανάγκες/ορέξεις της αγοράς όσο και από τους εκάστοτε εκβιασμούς του κάθε υπουργού-κυβέρνησης. Όσον αφορά τους πόρους γενικά του πανεπιστημίου αλλά και τις φοιτητικές παροχές, σίτιση, στέγαση, κλπ, θα τους διαχειρίζεται ένα Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου – δηλαδή εταιρεία και μάλιστα στα πρότυπα Α.Ε. – που θα ιδρύσει το πανεπιστήμιο. Οι φοιτητικές παροχές συνδέονται κι αυτές άμεσα με την αξιολόγηση του κάθε φοιτητή. Έτσι κι αλλιώς είπαμε υπάρχουν και τα δάνεια.
  • Για το άσυλο, ένα νέο ιδεολόγημα γεννιέται: η εμβάθυνση στη “ρίζα της έννοιας του ασύλου”. Με άλλα λόγια, η κατάργησή του. Θα εμβαθύνουμε, λέει η υπουργός, στην έννοια του ασύλου, το οποίο – όντας άσυλο ιδεών – δε χρειάζεται πλέον χωροταξικό ορισμό αλλά μπορεί να υπάρχει μόνο στα μυαλά μας. μαζί με τις ιδέες μας. Είμαστε δηλαδή ελεύθεροι να σκεφτόμαστε οτιδήποτε, φτάνει να μη γίνεται πράξη, γιατί τότε είναι που κι οι ιδέες γίνονται επικίνδυνες.
  • Ερχόμενοι στον τρόπο διοίκησης, αυτός αποτελεί και το κερασάκι στην τούρτα. Παύει να είναι η “ξεπερασμένη, πολυμελής και υπερβολικά δημοκρατική” σύγκλητος το ανώτατο διοικητικό όργανο και αντικαθίσταται από το 15μελές “συμβούλιο διοίκησης”, το οποίο θα αποτελείται από 7 εκλεγμένους καθηγητές και έναν φοιτητή που από κοινού θα διορίζουν ακόμα 7 εξωτερικά (δηλαδή να μην έχουν σχέση με πανεπιστήμια) μέλη. Ο πρόεδρος του συμβουλίου πρέπει υποχρεωτικά να είναι ένας εκ των 7 εξωτερικών μελών. Το συμβούλιο είναι αυτό που θα διορίζει και τον πρύτανη. Με άλλα λόγια, δημιουργείται ένα μισοεκλεγμένο υπερ-όργανο το οποίο θα εκλέγεται κάθε 6 χρόνια, θα αποφασίζει μόνο του για τα πάντα (η σύγκλητος μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα θα έχει) και δε θα ελέγχεται από κανένα αφού καμία σχέση δε θα έχει με τις συνελεύσεις των τμημάτων των σχολών. Η στεγανοποίηση αυτού του οργάνου από οποιαδήποτε φοιτητική πίεση έχει στρατηγικό χαρακτήρα, αν σκεφτούμε πως σε τελική ανάλυση είναι αυτό που θα κληθεί να εφαρμόσει τον οποιοδήποτε νόμο και ρύθμιση, όποτε αυτά ψηφίζονται. Δεν μας είναι καθόλου μακρινές οι αποφάσεις που κατά καιρούς έχει πάρει η σύγκλητος και ήταν αποτέλεσμα ακριβώς αυτών των πιέσεων (βλ. τοποθέτηση για το νέο νόμο-πλαίσιο, πίεση για μη άρση του ασύλου επαναλαμβανόμενες φορές, για μη εφαρμογή του bachelor/master, για μη εφαρμογή πιστωτικών μονάδων κλπ.). Τέρμα λοιπόν με το ενοχλητικό φοιτητικό κίνημα και τις πιέσεις του, πλέον θα μιλάνε και θα αποφασίζουν άλλοι γι’ αυτό… Η συνδιοίκηση απ’ την άλλη, διατηρείται σαν θεσμός, αλλά οι εκπρόσωποι των φοιτητών θα εκλέγονται με ενιαίο ψηφοδέλτιο, χωρίς πολιτικές διαφοροποιήσεις. Δεν θα εκλέγονται δηλαδή με βάση τις θέσεις τους αλλά με βάση το ποιοι/ες έχουν το καλύτερο στυλ, είναι οι πιο κοινωνικοί ή ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.
  • >Σε σχέση με τους καθηγητές τώρα, μένουν τρεις βαθμίδες: οι καθηγητές, οι αναπληρωτές και οι επίκουροι, με μόνο τους δύο πρώτους να είναι μόνιμοι. Οι λέκτορες απλώς καταργούνται. Θα μπορούν να υπάρξουν καθηγητές με ατομικές ανανεώσιμες συμβάσεις διάρκειας μέχρι 5 ετών. Οι περισσότεροι καθηγητές δηλαδή θα είναι στην ουσία συμβασιούχοι, οι οποίοι σήμερα θα είναι στη θέση τους αύριο όχι. Κι αυτό θα εξαρτάται από τι άλλο; Απ’ την αξιολόγηση. Όπως ειπώθηκε παραπάνω, θα υπάρχει η πιθανότητα να γίνει κάποιος καθηγητής αν βρει ένα χορηγό να πληρώσει μια έδρα, με το αζημίωτο εννοείται.
    Οι τομές που δημιουργεί ο νέος νόμος, ξεπερνούν ακόμα και τις πιο απαισιόδοξες εκτιμήσεις. Φτιάχνουν ένα πανεπιστήμιο στο οποίο ο καθένας από μας θα τρέχει και δε θα φτάνει ώστε να ανταπεξέλθει στην αξιολόγηση, μήπως κι εξασφαλίσει κάποιες δωρεάν παροχές. Όποιος δεν τα καταφέρει στην κούρσα του ανταγωνισμού θα πρέπει να πληρώσει, κι εφόσον δεν έχει τη δυνατότητα, θα καταφεύγει σε δάνεια ή θα δουλεύει για το πανεπιστήμιο. Ένα πανεπιστήμιο, στο οποίο τα πάντα θα λειτουργούν με βάση τους κανόνες της αγοράς, θα διοικείται από ένα συμβούλιο – manager, δεν θα υπάρχουν δωρεάν συγγράμματα, θα υπάρχουν δίδακτρα, ενώ εταιρίες (όπως ο γνωστός μας Τσάκωνας) θα μπορούν να ιδρύουν καθηγητικές έδρες. Θα υπάρχουν πτυχία 2, 3, 4 ή 5 χρόνων τα οποία βέβαια θα αντιστοιχούν σε αντίστοιχες βαθμίδες στο εθνικό πλαίσιο προσόντων που θα αντανακλώνται και στη θέση στην παραγωγή.Για όποιον έχει στο μυαλό του να διεκδικήσει οτιδήποτε, ο νόμος είναι ξεκάθαρος: το άσυλο καταργείται, υπάρχουν πειθαρχικά συμβούλια για όσους παρακωλύουν διαδικασίες, αν χαθούν 2 βδομάδες μαθημάτων χάνεται το εξάμηνο ώστε να εξαλειφθεί κι η όποια δυνατότητα καταλήψεων-κινητοποιήσεων. Γίνεται πιο ξεκάθαρο παρά ποτέ πως σκοπός αυτού του πανεπιστήμιου, είναι η δημιουργία ενός φοιτητή – και αυριανού εργαζομένου – εντατικοποιημένου, πειθαρχημένου, ελαστικού και αναλώσιμου.
    Δε θα αφήσουμε χρόνια φοιτητικών αγώνων, απέναντι σ’ αυτήν ακριβώς την πολιτική, να πάνε χαμένα. Όσες τρικλοποδιές και να βάλουν στο φοιτητικό κίνημα, δε θα επιτρέψουμε να είναι αυτή η νέα πραγματικότητα του πανεπιστημίου. Ο εμπαιγμός και η κοροϊδία της κυβέρνησης να ψηφίσουν αυτό το νόμο σε ημερομηνίες που σχεδόν όλες οι σχολές θα έχουν κλείσει για καλοκαίρι και οι φοιτητές δε θα μπορούν να αντιδράσουν δε θα μείνει αναπάντητος. Είναι σαφές ότι μας φοβούνται, γι΄ αυτό και μεις λέμε πως το «νέο» πανεπιστήμιο που ονειρεύονται να ανοίξει το Σεπτέμβρη δε θα ανοίξει ποτέ!
    Αν παίξουν με αυτόν το χυδαίο τρόπο με το παρόν και το μέλλον της νεολαίας, θα αντιμετωπίσουν μαζικό-πανελλαδικό black out όλης της  εκπαίδευσης.

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1918-1923



Η Γερμανική επανάσταση είναι ένα σημείο καμπής για το σοσιαλιστικό κίνημα καθώς και για όλη την ανθρωπότητα μιας και σε περίπτωση νίκης της , σίγουρα η μετέπειτα πολιτική και κοινώνικη διαμόρφωση του πλανήτη θα ήταν διαφορετική. Ας αναλογιστούμε μόνο πως η ήττα της γερμανικής επανάστασης ήταν το πάτημα στην γραφειοποίηση του καθεστώτος στην νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση καθώς και το πάτημα για την άνοδο του ναζισμού και τα "μεσάνυχτα" του 20ου αιώνα
.«Στην αστική κοινωνία ο ρόλος της Αριστεράς είναι ο ρόλος του κόμματος της αντιπολίτευσης. Σε κόμμα εξουσίας επιτρέπεται να υψωθεί μόνο πάνω στα ερείπια του αστικού κράτους». (Ρ. Λούξεμπουργκ)
Για το επαναστατικό κίνημα, ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος που ξέσπασε το 1914 δεν ήταν κάτι το αναπάντεχο. Για πολλά χρόνια οι σοσιαλιστές μιλούσαν για τον ανερχόμενο μιλιταρισμό και τον ανταγωνισμό μεταξύ των διαφόρων αυτοκρατοριών που εξουσίαζαν ολόκληρο τον κόσμο. Εκείνη την εποχή το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD). ήταν το μεγαλύτερο  σοσιαλιστικό κόμμα στον κόσμο. Είχε ένα εκατομμύριο μέλη, εκατοντάδες νεολοαιΐστικες ομάδες σε όλη τη Γερμανία, πάνω από 200 τοπικές εφημερίδες και μια ντουζίνα θεωρητικά όργανα και επιθεωρήσεις, χορωδίες, αθλητικές ομάδες και ενώσεις, 90 καθημερινές εφημερίδες και εκατοντάδες επαγγελματικά στελέχη. Το SPD εκείνη την εποχή, τουλάχιστον θεωρητικά, υποστήριζε ότι ήταν επαναστατικό, μαρξιστικό, σοσιαλιστικό και πάλευε για την ανατροπή του καπιταλισμού· όλη η εργατική τάξη καθώς και η μπουρζουαζία το αναγνώριζαν ως τέτοιο. 
Τα πράγματα όμως μέσα στο SPD δεν ήταν όπως φαίνονταν. Για πολλά χρόνια υπήρχε ένα κυρίαρχο ρεύμα μέσα στο κόμμα που ενώ μιλούσε επαναστατικά στις εκδηλώσεις του και στις πρωτομαγιάτικες γιορτές, το μόνο που ήθελε ήταν η διατήρηση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Με λίγα λόγια δεν επιθυμούσε την επανάσταση. Η κομματική μηχανή ήταν τελικά πιο σημαντική από την ίδια την επανάσταση. 

Η ΡΟΖΑ ΛΟΥΞΕΜΠΟΥΡΓΚ
Ωστόσο, μέσα στο SPD υπήρχαν και γνήσια επαναστατικά ρεύματα γύρω από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ,, Καρλ Λίμπνεχτ, Κλάρα Τσέτκιν, Φρανζ Μέρινγκ, Ότο Ρύλε, Πωλ Λεβί και άλλες σημαντικές επαναστατικές φυσιογνωμίες, που ωστόσο σε αντίθεση με τον Λένιν και τους Μπολσεβίκους δεν προσπάθησαν να χτίσουν μια ξεχωριστή ασυμβίβαστη και επαναστατική οργάνωση. Η Ρόζα έβλεπε το SPD ως το κόμμα όλης της εργατικής τάξης με το επαναστατικό ρεύμα να προωθεί την επαναστατική γραμμή μέσω αυτού του κόμματος. Σε αντίθεση με τον Λένιν δεν είχε συνειδητοποιήσει εκείνη την εποχή τη σημασία της ξεχωριστής επαναστατικής οργάνωσης, της συσπείρωσης των πιο ταξικά συνειδητών, αποφασισμένων και πολιτικά συνειδητοποιημένων εργατών, στο δικό τους κόμμα για την καταπολέμηση του ρεφορμισμού και του εθνικισμού μέσα στο εργατικό κίνημα. Αυτή η λαθεμένη αντίληψη της Pόζας Λούξεμπουργκ θα είχε τελικά τραγικές συνέπειες για τη Γερμανική εργατική τάξη καθώς και για την ίδια την Λούξεμπουργκ.
Έτσι λοιπόν όταν ήρθε η μεγάλη προδοσία τον Αύγουστο του 1914, όλες οι επαναστατικές προφάσεις του SPD εξαφανίστηκαν με την έναρξη του πολέμου. Η σοσιαλδημοκρατία εγκατέλειψε κάθε δέσμευση της στο διεθνισμό της εργατικής τάξης και υποστήριξε τον πόλεμο της δική «της» μπουρζουαζίας. Οι εργάτες στη Γερμανία και σχεδόν παντού ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο και κατατάχθηκαν μαζικά για να σφαγιαστούν  ως «κρέας για τα κανόνια» στα χαρακώματα.
Όλοι οι βουλευτές του SPD με δυο μόνο εξαιρέσεις ψήφισαν τις πολεμικές πιστώσεις. Η Λούξεμπουργκ και η μικρή ομάδα που την υποστήριζε ήταν τελείως απομονωμένη, μέσα σε ένα τελείως φιλοπόλεμο «σοσιαλιστικό» κόμμα και σχεδόν με κανένα μέσο στη διάθεση της για να παρουσιάσει τα αντιπολεμικά σοσιαλιστικά επιχειρήματα της στις μάζες.
Ωστόσο, μετά τον αρχικό ενθουσιασμό, τα βάσανα και οι κακουχίες των Γερμανών τελικά άρχισαν να υπονομεύουν την φιλοπόλεμη πολιτική του SPD και των αστικών κομμάτων. Παντού άρχισαν να ξεφυτρώνουν αντιπολεμικές διαδηλώσεις.
Το γεγονός αυτό ενθουσίασε τη Λούξεμπουργκ και τη γέμισε ελπίδες για το μέλλον. Τότε είχε γράψει: «Το σκηνικό έχει τελείως αλλάξει. Οι έξι βδομάδες πορείας στο Παρίσι έχουν μετατραπεί σε παγκόσμιο δράμα. Οι μαζικές δολοφονίες έχουν γίνει ένα μονότονο καθήκον και όμως η τελική λύση δεν είναι ούτε ένα βήμα κοντύτερα. Η καπιταλιστική εξουσία πιάστηκε στην ίδια της την παγίδα και δεν μπορεί πια να απαγορεύσει τη διάθεση που η ίδια δημιούργησε. Η παράλογη φρενίτιδα χάθηκε.»
Οι πρώτες όμως αυτές εκφράσεις εργατικής αντίθεσης στον πόλεμο σκόνταψαν καθώς δεν υπήρχε ξεκάθαρη πολιτική οργάνωση για να προσφέρει ηγεσία ή μια εναλλακτική λύση. Η αποτυχία της Λούξεμπουργκ και των συντρόφων της να χτίσουν ένα επαναστατικό κόμμα, ένα δικό τους κόμμα είχε τρομερές συνέπειες. Καθώς ο πόλεμος συνεχίζονταν και η πίεση μεγάλωνε, το SPD χωρίστηκε. Η αντιπολεμική αντιπολίτευση μέσα στο SPD διαγράφτηκε το 1916 και ξεκίνησε το χτίσιμο της Ομάδας Σπάρτακος. Η διαδικασία αυτή ήταν επίπονη, αργή και δύσκολη. H επίσημη ίδρυση έγινε το Νοέμβριο του 1918. Η εμπειρία της Λούξεμπουργκ και των συντρόφων της στη Γερμανία αποτελεί σημαντικό μάθημα για τους επαναστάτες. Αποδεικνύει ότι η οικοδόμηση μιας επαναστατικής οργάνωσης μόλις έχει ξεκινήσει η επαναστατική κατάσταση είναι μια διαδικασία που μάλλον συμβαίνει αργά. Είναι ζωτικής σημασίας να κατανοήσουμε ότι η διαδικασία αυτή πρέπει να ξεκινήσει πολύ νωρίς και ότι πρέπει να εισέλθουμε σε αυτή την κατάσταση τουλάχιστον με μια εμβρυακή μορφή μιας πραγματικά επαναστατικής οργάνωσης, αν θέλουμε πραγματικά να πετύχουμε, όπως πέτυχαν οι Μπολσεβίκοι στη Ρωσία.
Η ώθηση στη ριζοσπαστικοποίηση των μαζών και στην έκρηξη του αντιπολεμικού και επαναστατικού αισθήματος δόθηκε το 1917 με την επανάσταση στη Ρωσία. Οι Μπολσεβίκοι άρχισαν αν μοιράζουν προκηρύξεις και εφημερίδες στους Γερμανούς στρατιώτες στο Ρωσικό μέτωπο. Η προπαγάνδα κατά της συνέχισης του πολέμου οδήγησε σε αναταραχή αρχικά μεταξύ των στρατιωτών και μετά μεταξύ των Γερμανών πολιτών. Το αποκορύφωμα αυτής της προπαγάνδας ήταν στα τέλη του Ιανουαρίου του 1918 μια γενική απεργία κατά του πολέμου στην οποία πήραν μέρος ένα εκατομμύριο άνθρωποι. Στις 3 Μαρτίου η Σοβιετική Ρωσία είχε υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τη Γερμανία.
Ο γερμανικός στρατός και η γερμανική μπουρζουαζία άρχισαν να απελπίζονται με την κατάσταση στο μέτωπο καθώς και με το εσωτερικό της χώρας και γενικότερα με τον πόλεμο εναντίον των Συμμαχικών Δυνάμεων.
Το Νοέμβριο, το ναυτικό στο Κίελο διατάχθηκε να πραγματοποιήσει μια αποστολή αυτοκτονίας εναντίον του Βρετανικού στόλου. Οι στρατιώτες όμως αρνήθηκαν να πολεμήσουν. Αυτή η ναυτική ανταρσία επεκτάθηκε πολύ γρήγορα και μέσα σε λίγες μέρες οι εργάτες είχαν τον έλεγχο του Κιέλου και πολλών άλλων μεγάλων Γερμανικών πόλεων.
Όπως συνέβη και με τη Ρωσία, η επανάσταση αναπτύχθηκε υπερβολικά γρήγορα. Στις 7 Νοέμβρη, η Βαυαρική μοναρχία είχε ανατραπεί, τα συμβούλια των στρατιωτών και των εργατών είχαν υπό τον έλεγχό τους μεγάλα τμήματα της Γερμανίας και τελικά στις 9 Νοέμβρη, ο Κάιζερ εκθρονίστηκε. Δυο μέρες μετά, ο πόλεμος είχε ουσιαστικά τελειώσει. Η επανάσταση είχε θριαμβεύσει.
Είχε όμως τελικά πράγματι θριαμβεύσει;
Λίγες μέρες πριν πέσει ο Κάιζερ, οι Σπαρτακιστές είχαν καλέσει σε γενική απεργία για την επέκταση της επανάστασης. Στις 10 Νοέμβρη, εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες και στρατιώτες βγήκαν στο Βερολίνο φωνάζοντας επαναστατικά συνθήματα. Η αστική τάξη ήταν τρομοκρατημένη και απελπισμένη. Είχε τελικά έρθει το τέλος της; Σε μια τελευταία προσπάθεια να διατηρήσει κάποιο έλεγχο στην όλη κατάσταση η μπουρζουαζία αντικατέστησε τον Κάιζερ με τον ηγέτη του SPD, Έμπερτ.
Ο Έμπερτ ήξερε ότι για να αποκαταστήσει την τάξη έπρεπε να  κερδίσει κάποια υποστήριξη από τους εργάτες του Βερολίνου. Ο Έμπερτ εμφανίστηκε στο Ράϊχσταγκ και ανακοίνωσε την ίδρυση της «Γερμανικής Δημοκρατίας». Λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο μακριά, από το μπαλκόνι του κατειλημμένου ανακτόρου των Xοετζόλερν, ο Καρλ Λήμπκνεχτ, ηγέτης των Σπαρτακιστών, ανακοίνωνε τη δημιουργία της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Στις 11 Νοέμβρη επικρατούσε ένα κύμα επαναστατικού ενθουσιασμού σε ολόκληρη τη Γερμανία. Όλα τα σύμβολα της παλιάς τάξης συντρίφτηκαν και μαζικές εκδηλώσεις, διαδηλώσεις και εργατικές συνελεύσεις συζητούσαν τα καθημερινά προβλήματα. Παντού κυμάτιζε η κόκκινη σημαία και υπήρχε μια μεθυστική ατμόσφαιρα ευφορίας και εργατικής εξουσίας.
Κοιτάζοντας όμως κάτω από την επιφάνεια της νίκης των Γερμανών εργατών, υπήρχαν πολύ πιο πολύπλοκα και άλυτα προβλήματα. Οι πρώτες στιγμές της νίκης και του επαναστατικού ενθουσιασμού δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν την οριστική νίκη των εργατών και την οριστική ήττα της παλιάς τάξης.
Πολλοί από τους εργάτες που συνεδρίαζαν στα εργοστάσια, βγάζοντας αποφάσεις και διαδηλώνοντας στους δρόμους ασχολούνταν με πολιτικά προβλήματα για πρώτη φορά· παρά τον προδοτικό ρόλο του SPD στον πόλεμο, για τους εργάτες αυτό ήταν το κόμμα τους και εκεί στράφηκαν για καθοδήγηση. Εδώ ακριβώς φάνηκε και η αδυναμία των Γερμανών κομμουνιστών. Η επαναστατική πρωτοπορία της Γερμανίας και οι υποστηρικτές τους δεν είχαν καν προσπαθήσει να χτίσουν μια επαναστατική οργάνωση πριν το 1918, δεν υπήρχε μια συνεκτική δύναμη επαναστατών για να προσφέρει την απαραίτητη ηγεσία. Συνεπώς η αντεπαναστατική ηγεσία του SPD μπόρεσε να ελέγξει την επανάσταση και ο Έμπερτ να παρουσιαστεί ως ο ηγέτης της.
Ωστόσο, εκείνη την στιγμή η κατάσταση ήταν ακόμα ευμετάβλητη. Το SPD ήθελε με κάθε τρόπο να αποκαταστήσει την τάξη ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει πάλι ομαλά ο Γερμανικός καπιταλισμός. Ωστόσο η δύναμη και η επιρροή της επαναστατικής αριστεράς στους δρόμους συνέχιζε να αυξάνεται. Υπήρχαν μαζικές εξεγέρσεις, απεργίες, διαδηλώσεις σε ολόκληρη τη Γερμανία και στις 1 Ιανουαρίου, οι Σπαρτακιστές μαζί με άλλες κομμουνιστικές δυνάμεις ίδρυσαν το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΓ).
Τη στιγμή της ίδρυσής του το ΚΚΓ ήταν αρκετά μικρό, με μόνο μερικές εκατοντάδες μέλη και με λιγοστές ρίζες μέσα στην εργατική τάξη. Ωστόσο η ανάπτυξη και η επιρροή του μέσα στην εργατική τάξη τις πρώτες βδομάδες του 1919 φαίνονταν ασταμάτητη. Η αστική τάξη με τα δεκανίκια της, τους σοσιαλδημοκράτες, γνώριζαν ότι έπρεπε να ανακτήσουν τον έλεγχο και απολύοντας έναν... αστυνομικό διοικητή εκλεγμένο κατά τη διάρκεια μιας εργατικής κυβέρνησης κατάφεραν να προκαλέσουν μια σύγκρουση.
Με την απόλυση του Άϊχορν, μέλους των Ανεξάρτητων Σοσιαλδημοκρατών (USPD) το SPD προκάλεσε τη μαζική απάντηση των Βερολινέζων εργατών. Ξεκίνησε μια γενική απεργία και περίπου 250.000 εργάτες διαδήλωσαν στο Κεντρικό Βερολίνο. Φαινόταν πως μια νέα καθαρά σοσιαλιστική φάση της επανάστασης θα ξεκινούσε χωρίς σοσιαλδημοκράτες «ηγέτες». Οι εργάτες άλλωστε είχαν καταφέρει να σταματήσουν τον πόλεμο, δεν θα σταματούσαν μια αντεπαναστατική κυβέρνηση;
Ωστόσο, τον Ιανουάριο του 1919 αποδείχθηκε για μια ακόμα φορά η σημασία της επαναστατικής οργάνωσης. Η Pόζα Λούξεμπουργκ γνώριζε πολύ καλά ότι το προλεταριάτο του Βερολίνου δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την κρατική εξουσία σε όλη τη Γερμανία. Το ΚΚΓ  ήταν ακόμα πολύ μικρό και δεν είχε ακόμα σημαντική αξιοπιστία για να μπορέσει να πείσει τους εργάτες εναντίον μιας πρόωρης εξέγερσης. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να μπουν στην πρώτη γραμμή της επανάστασης όπως και έκαναν.
Οι αντεπαναστατικές κυβερνητικές δυνάμεις συνέτριψαν πολύ εύκολα την εξέγερση. Τα Φρίκορπς, μια «δημοκρατική» αντεπαναστατική δύναμη εθελοντών που αποτέλεσαν τον πρόδρομο των ναζιστικών συμμοριών, μπήκαν στο Βερολίνο και χρησιμοποίησαν ως αφορμή την αποτυχημένη εξέγερση για να χτυπήσουν συνολικά την επαναστατική αριστερά αμείλικτα. Στις 15 Ιανουαρίου δολοφονούν τη Λούξεμπουργκ και τον Λίμπνεχτ και η αντεπανάσταση εγκαθιδρύει ένα καθεστώς τρομοκρατίας σε ολόκληρο το Βερολίνο.
Η πρώτη φάση της Γερμανικής επανάστασης είχε τελειώσει και είχε ηττηθεί με τη δολοφονία των δυο σημαντικότερων ηγετών της (στη συνέχεια ακολουθούν οι δολοφονίες του Γκοχίγκες, του αναρχικού Λαντάουερ και η εκτέλεση από το «δημοκρατικό» κράτος του Λεβινέ συνολικά 30.000 εργατών). Ωστόσο, ο καπιταλισμός χρειάστηκε αρκετά χρόνια να σταθεροποιηθεί, με αρκετές επαναστατικές καταστάσεις που συντρίφτηκαν από τη δημοκρατία και τον φασισμό.
Η επανάσταση του 1918 είναι ένα σημαντικό παράδειγμα που μας γεμίζει ελπίδες για το μέλλον αλλά ταυτόχρονα μας προειδοποιεί. Μας γεμίζει ελπίδες καθώς δείχνει πως οι εργάτες και τα πιο καταπιεσμένα τμήματα της κοινωνίας μπορούν να σταματήσουν πολέμους και να συντρίψουν μισητές κυβερνήσεις. Μας προειδοποιεί καθώς η αποτυχία της Λούξεμπουργκ και άλλων επαναστατών να οικοδομήσουν μια επαναστατική οργάνωση πριν την επανάσταση τους άφησε απομονωμένους και έβαλε σε θανάσιμο κίνδυνο τη Γερμανική επανάσταση. Επιπλέον, η αποτυχία της Γερμανικής επανάστασης του 1918 και συνολικότερα του επαναστατικού κύματος του 1917-23 άφησε τη Ρωσία απομονωμένη με τις δραματικές συνέπειες που όλοι γνωρίζουμε· τέλος, όταν η σοσιαλιστική επανάσταση αποτυγχάνει έρχεται η ώρα της αντίδρασης με την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού.
Tα μαθήματα της Γερμανικής επανάστασης θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής: παλεύουμε για ένα κόσμο χωρίς πολέμους, εξαθλίωση και καταπίεση και χτίζουμε μια οργάνωση ικανή να μας οδηγήσει σε αυτό τον κόσμο.