Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ


του Τζόν Πικάρντ, αναδημοσιευμένο απο την  εφημερίδα Μαρξιστική Φωνή

Ο πατέρας μου είχε μια πολύ πικρόχολη αίσθηση του χιούμορ. Τα Χριστούγεννα, κάθε φορά που η τηλεόραση έκανε αναφορά στη λειτουργία της Εκκλησίας, κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας: "Κοίτα τους, προσπαθούν να εμπλέξουν την θρησκεία παντού!" [Σημ. μεταφρ.: αγγλικό χιούμορ: εννοεί ότι τα Χριστούγεννα έχουν καταντήσει να μην είναι θρησκευτική γιορτή αλλά καταναλωτικό όργιο]

Φαντάζομαι ότι τα ίδια παράπονα θα έκαναν και οι αρχαίοι Κέλτες, ενοχλημένοι που οι Χριστιανοί ιερείς τους πήραν τη γιορτή του Γιουλ [ήλιου], κατά την διάρκεια της οποίας γιόρταζαν το χειμερινό ηλιοστάσιο. Ή τα παράπονα των Ρωμαίων πολιτών που ενοχλούνταν επειδή οι Χριστιανοί τους "έκλεψαν" τα πανηγύρια που ήταν αφιερωμένα στον Δία κατά τα τέλη Δεκεμβρίου.

Αυτοί οι παραπονούμενοι είχαν δίκιο, διότι ελλείψει μιας προσδιορισμένης ημερομηνίας στα Ευαγγέλια, οι Χριστιανοί άρχιζαν να γιορτάζουν τη γέννηση του Ιησού κατά τη διάρκεια των ήδη υπαρχουσών ειδωλολατρικών γιορτών.

Πολλοί Χριστιανοί σήμερα αγνοούν παντελώς την ειδωλολατρική και μερικές φορές αυθαίρετη προέλευση σημαντικών στοιχείων των πρακτικών και πεποιθήσεών τους. Πολλοί πιστεύουν στα σοβαρά ότι η προέλευση του Χριστιανισμού σχετίζεται σε μία ήσυχη νύχτα σε έναν αχυρώνα, με διάφορους βοσκούς και σοφούς γεμάτους δέος να κάνουν επίσκεψη. Αλλά τίποτα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια.


Υλισμός

Για τους μαρξιστές, οι οποίοι βασίζονται στον πραγματικό υλικό κόσμο, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Τον περασμένο χρόνο ολοκληρώθηκαν εκατό χρόνια από τη δημοσίευση του βιβλίου "Η καταγωγή του Χριστιανισμού", από το Γερμανό μαρξιστή Καρλ Κάουτσκι. Αυτή ήταν η πρώτη προσπάθεια περιγραφής της ανόδου των μεγάλων θρησκειών της Δύσης από τη σκοπιά της ταξικής πάλης και των υλικών εξελίξεων στην κοινωνία, και όχι από την σκοπιά ευσεβών πλασμάτων τρεφόμενων από τους άμβωνες της εκκλησίας.

Το βιβλίο του Καρλ Κάουτσκι είναι ανεπαρκές από πολλές απόψεις, αλλά οι βασικές γραμμές της επιχειρηματολογίας του παραμένουν σωστές. Αυτό που ήταν ιδιαίτερα σημαντικό όσον αφορά το βιβλίο είναι ότι ήταν η πρώτη προσπάθεια για να περιγραφεί η ίδρυση και η άνοδος του χριστιανισμού με την μέθοδο του ιστορικού υλισμού.

Ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς χρησιμοποίησαν τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού και την εφάρμοσαν στην περιγραφή κοινωνικών και ιστορικών εξελίξεων. Στο βιβλίο του "αντι-Ντύρινγκ" ο Ένγκελς έδωσε την συνοπτική σημασία του:

"Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας ξεκινάει από την πρόταση ότι η παραγωγή και, δίπλα στην παραγωγή, η ανταλλαγή των προϊόντων που παράγονται, είναι η βάση όλων των κοινωνικών δομών . πως σε κάθε κοινωνία που έχει εμφανιστεί στην ιστορία, ο τρόπος με τον οποίο διανέμεται ο πλούτος και διαιρείται σε κοινωνικές τάξεις, εξαρτάται από το τι παράγεται, πώς παράγεται, και πώς γίνεται η ανταλλαγή των προϊόντων. Από αυτήν τη σκοπιά οι τελικές αιτίες όλων των κοινωνικών αλλαγών και πολιτικών επαναστάσεων πρέπει να αναζητούνται, όχι στο μυαλό των ανθρώπων, ούτε στην ανθρώπινη κατανόηση της αιώνιας αλήθειας και της δικαιοσύνης, αλλά στις μεταβολές στον τρόπο παραγωγής και ανταλλαγής. Πρέπει να αναζητούνται όχι στη φιλοσοφία, αλλά στην οικονομία κάθε συγκεκριμένης εποχής."

Ο Καρλ Κάουτσκι, ως εκ τούτου, απέρριψε τους μεταφυσικούς μύθους γύρω απ 'τον χριστιανισμό - τα θαύματα, τα υπερφυσικά γεγονότα κ.ο.κ - και επιχείρησε να περιγράψει την προέλευσή του μέσα από τις υπάρχουσες στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κοινωνικές συνθήκες.

Η επίσημη και κλασική περιγραφή των απαρχών του Χριστιανισμού είναι όπως περιγράφεται στην Καινή Διαθήκη. Τα ευαγγέλια του Λουκά, του Ματθαίου, του Μάρκου και του Ιωάννη λαμβάνονται σαν ιστορικοί απολογισμοί αληθινών γεγονότων στα πρώτα τριανταπέντε έτη μετά την πρώτη χιλιετία: πώς ο Ιησούς γεννήθηκε ως εκ θαύματος, πώς έκανε θαύματα και κήρυττε μαζί με τους δώδεκα μαθητές του, πώς σταυρώθηκε για τα κηρύγματά του και πώς αναστήθηκε από τους νεκρούς. Τα Ευαγγέλια των τεσσάρων αυτών μαθητών, εκλαμβάνονται ως περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων.

Παρά τις παρενοχλήσεις, τις διώξεις και τους αναρίθμητους μάρτυρες, οι ανώτερες ιδέες των Χριστιανών - και ιδιαίτερα η προσφορά μιας μετά θάνατον ζωής και της λύτρωσης του ανθρώπου από τις αμαρτίες μετά τη σταύρωση του Ιησού - οδήγησε στην αύξηση της υποστήριξης του Χριστιανισμού, μέχρι που έγινε μια ασταμάτητη δύναμη, αναγνωριζόμενη τελικά από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Τα υπόλοιπα, όπως λένε, είναι ιστορία.

Αυτή είναι η "επίσημη" εκδοχή της εκκλησίας. Για τους Μαρξιστές το ζήτημα όμως είναι το ακόλουθο: ποιές ήταν οι συνθήκες στην Παλαιστίνη του πρώτου αιώνα; Ο Καρλ Κάουτσκι παραπέμπει στο γεγονός ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε ένα σύστημα βασισμένο στην δουλεία, στο οποίο η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού ζούσε μέσα στη φτώχεια για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.

Η Παλαιστίνη ήταν μια κοινωνία διαιρεμένη με πικρές ταξικές αντιθέσεις και αντιφάσεις. Τα χαρακτηριστικά της στο σύνολο της περιόδου ήταν η αναστάτωση, η αναταραχή και η εξέγερση. Πέρα από την ταξική πάλη, λειτουργούσε και ο πρόσθετος παράγοντας της εθνικής καταπίεσης της σημιτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού από τους Ρωμαίους. Εντός της εβραϊκής κοινωνίας, η ιερατική κάστα και οι ευγενείς στηρίζονταν από το ρωμαϊκό καθεστώς για να επιτυγχάνεται η μεγαλύτερη δυνατή εκμετάλλευση του πληθυσμού.

"Η θεμελιώδης σύγκρουση ήταν μεταξύ Ρωμαίων, Ηρωδικών και ιερατικών αρχόντων από την μία πλευρά, και των Ιουδαίων και Γαλιλαίων χωρικών από την άλλη, των οποίων η παραγωγή διατιθόταν ως φόρος υποτελείας στον Καίσαρα, φόρος για τον Ηρώδη, και δέκατα και προσφορές για τους ιερείς και τους ναούς."(Horsley, 'Ληστές, Προφήτες και Μεσσίες')

Οι ιερείς του Ναού στους οποίους καταβάλλονταν τα δέκατα (εκκλησιαστικός φόρος) από την τοπική αγροτιά, δεν ήταν μια μικρή ομάδα - ορισμένοι μελετητές τους αριθμούν σε χιλιάδες. Ο Εβραίος βασιλιάς Ηρώδης "ο Μέγας", που πέθανε το 4 π.Χ., άφησε μια χώρα οικονομικά εξαντλημένη από την Ρωμαϊκή κατάκτηση και την μετέπειτα φορολογία.

"Οι Εβραίοι παραγωγοί γεωργικών προϊόντων υπόκειντο τώρα σε διπλή φορολόγηση, που πιθανότατα ανερχόταν σε πάνω από το 40 τοις εκατό της παραγωγής τους. Υπήρχαν κι άλλοι ρωμαϊκοί φόροι, οι οποίοι επιβάρυναν ακόμη περισσότερο το λαό, αλλά ο φόρος υποτέλειας ήταν το μεγαλύτερο βάρος.

Ερχόμενη έπειτα από μία μακρά περίοδο εθνικής ανεξαρτησίας κάτω από την εξουσία των  Εβραίων βασιλιάδων, η ρωμαϊκή κυριαρχία θεωρούνταν εντελώς αθέμιτη. Οι χωρικοί έβλεπαν το φόρο υποτέλειας ως ληστεία. Οι μαχητικοί αγωνιστές κατά της ρωμαϊκής υποτέλειας, όπως ο Ιούδας της Γαλιλαίας, ο οποίος οργάνωσε μια ενεργό αντίσταση ενάντια στην απογραφή (κατάλογος ανθρώπων για λόγους φορολογίας) όταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την άμεση διαχείριση της Ιουδαίας το 6 π.Χ., αναφέρονταν στην Ρωμαϊκή κατοχή ως δουλεία." (Ληστές, Προφήτες και Μεσσίες).

Εξεγέρσεις

Ο μόνος απολογισμός αυτής της ιστορίας γραμμένος εκείνη την εποχή είναι αυτός του Ιώσηπου, ενός Εβραίου στρατηγού που πολέμησε εναντίον των Ρωμαίων κατά την επανάσταση του 66 μ.Χ., ο οποίος στη συνέχεια άλλαξε στρατόπεδο. Είναι σαφές από τον απολογισμό του, ότι η εποχή αυτή ήταν γεμάτη αναταραχές και εξεγέρσεις. Κατά την περίοδο αυτή υπήρχαν πολλές εξεγέρσεις αγροτών, με επικεφαλής άνδρες χρισμένους από τον κόσμο ως βασιλείς (ή "μεσσίες"), οι οποίες καταστάληκαν με βάρβαρο τρόπο. Δεν ήταν ασυνήθιστο να ισοπεδώνονται ολόκληρές πόλεις, με τους κατοίκους τους να πωλούνται ως σκλάβοι.

Αυτές οι εξεγέρσεις αντανακλούσαν τις υλικές συνθήκες και την ταξική πάλη της εποχής, αλλά πάντα είχαν ένα θρησκευτικό περιτύλιγμα. Λαμβάνοντας υπόψη την παράδοση και τα κείμενα των Εβραίων, τα κινήματα αυτά αναπόφευκτα υιοθετούσαν τον μανδύα των ηγετών της γραφής, συμπεριλαμβανομένου ιδίως του Ιησού. Υπήρχαν πολλές αιρέσεις του "Ιησού" εκείνη την εποχή. Πολλές αιρέσεις είχαν μια 'κομμουνιστική' κοσμοθεωρία, με την περιουσία να μοιράζεται από κοινού σε όλα τα μέλη της κοινότητας.

Τα συγγράμματα του Ιώση, είναι τα μόνα σωζόμενα έργα που είναι γραμμένα από έναν συμμετέχοντα στα γεγονότα. Περιγράφει αυτά που βλέπει ως το αποτέλεσμα της αρνητικής επιρροής των μαντειών και των προφητειών σε περισσότερες από μία περιπτώσεις: "Απατεώνες και δημαγωγοί, υπό την μεταμφίεση της Θείας έμπνευσης, προκάλεσαν επαναστατικές ενέργειες και ώθησαν τις μάζες να δρουν σαν τρελές. Τις οδήγησαν έξω στην έρημο...". Ο Ιώσηπος ("Εβραϊκοί πόλεμοι") αναφέρει τα ονόματα αρκετών μαντών, "προφητών" και επαναστατών που υποκίνησαν τους Εβραίους, αλλά ο Ιησούς όπως περιγράφεται στην καινή διαθήκη δεν εμφανίζεται σε κανένα σημείο στο ογκώδες έργο του – υποτίθεται – σύγχρονού του Ιώσηπου.

Την επαναστατική δύναμη εκείνης της εποχής την αποτελούσαν οι αγρότες, οι οποίοι επανειλημμένα προσπάθησαν να αποτινάξουν το ζυγό της εθνικής και ταξικής καταπίεσης.

Ένα μικρό παράδειγμα από τα σχόλια του Ιώσηπου καταδεικνύει την αναταραχή εκείνης της περιόδου:

"Πολλοί [Εβραίοι αγρότες] έγιναν ληστές, και σε ολόκληρη τη χώρα υπήρχαν επιδρομές, και μεταξύ των πιο τολμηρών, εξεγέρσεις ..."

"...το σύνολο της Ιουδαίας ήταν μολυσμένο με ληστές..."

”Ο Φέλιξ [ Ρωμαίος έπαρχος, 52-58 μ.Χ] συνέλαβε τον [επαναστατικό ηγέτη] Ελεαζάρ, που επί είκοσι χρόνια λεηλατούσε τη χώρα, καθώς και πολλούς από τους συνεργάτες του, και τους έστειλε στη Ρώμη να δικαστούν. Ο αριθμός των ληστών που σταυρώθηκαν...ήταν τεράστιος (Ιώσηπος "Αρχαιότητες").”

Η εποχή αυτή ήταν πολύ διαφορετική από τη "γαλήνια νύχτα". Η επαναστατική αναταραχή επεκτάθηκε σε μια γενικευμένη εξέγερση το 66 μ.Χ. εναντίον των Ρωμαίων και των συνεργατών τους, την εβραϊκή άρχουσα τάξη και τους υψηλόβαθμους ιερείς του ναού. "...εχθρότητα και βίαιος φατριασμός ξέσπασε μεταξύ των αρχιερέων από τη μία πλευρά και των ιερέων και των ηγετών των μαζών της Ιερουσαλήμ από την άλλη." (Αρχαιότητες).
Η πολιορκία των Ιεροσολύμων

Κατά την διάρκεια των τεσσάρων επόμενων χρόνων έλαβε χώρα ένας αιματηρός ανταρτοπόλεμος, ακολουθούμενος από μια παρατεταμένη πολιορκία της Ιερουσαλήμ, κατά την οποία οι μάζες, φοβούμενες προδοσία από την εβραϊκή αριστοκρατία και τους αρχιερείς, στην ουσία εξεγέρθηκαν και πήραν την εξουσία της Ιερουσαλήμ στα χέρια τους. Μία από τις πρώτες πράξεις αυτής της εξέγερσης, ήταν η έφοδος στο Ναό και η καύση των εγγράφων και των πρακτικών που σχετίζονταν με τα χρέη και τους φόρους των αγροτών. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η αριστοκρατία και οι αρχιερείς - συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Ιώσηπου - εγκατέλειψαν την πόλη για την ασφάλεια που τους προσέφεραν οι ελεγχόμενες από τους Ρωμαίους περιοχές. Ακόμη και πριν από αυτή την επανάσταση, η Παλαιστίνη βρισκόταν σε μια δίνη διαφόρων θρησκευτικών αιρέσεων και δογμάτων, που βασίζονταν στην παραδοσιακή εβραϊκή γραφή και συχνά ήταν επηρεασμένες από την γενικευμένη δυσαρέσκεια για τη συνεργασία του εβραϊκού ιερατείου με τους Ρωμαίους και για τον παρασιτισμό του Ναού. Μεταξύ αυτών θα ήταν και εκείνη του «Ιησού», αλλά και άλλες μεσσιανικού τύπου σέχτες που ιδρύονταν από χαρισματικούς ηγέτες.

Μετά την αιματηρή καταστολή της επανάστασης και την επανακατάληψη της Ιερουσαλήμ (κατά τη διάρκεια της οποίας καταστράφηκε ο Ναός) το 70 μ.Χ, δεκάδες χιλιάδες Εβραίοι εγκατέλειψαν την περιοχή και πολλές χιλιάδες άλλοι, συνελήφθησαν και πωλήθηκαν ως δούλοι. Μια καταστροφή τέτοιων διαστάσεων δε μπορούσε παρά να επηρεάσει την Εβραϊκή διασπορά, που εξαπλώθηκε γύρω από κάθε μεγάλη πόλη σε ολόκληρη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, συμπεριλαμβανομένων των μεγαλύτερων πόλεων όπως η Ρώμη, η Αλεξάνδρεια και άλλες μεγάλες πόλεις της Ανατολής.

Πολύ πριν τα επαναστατικά γεγονότα, αιρέσεις κάθε είδους ρίζωσαν στις εβραϊκές κοινότητες της διασποράς, παράλληλα με αυτές της Παλαιστίνης. Ανάμεσα σε αυτό το περιβάλλον αιρέσεων βρισκόταν και το είδος της λατρείας του Ιησού που βασιζόταν στο κήρυγμα του Παύλου, με μια πολιτική προσηλυτισμού όχι μόνο Εβραίων, αλλά και άλλων λαών. Αυτή η αίρεση, έγινε η κύρια βάση του Χριστιανισμού μέσω - μεταξύ άλλων - της απλοποίησης του Εβραϊκού νόμου σχετικά με την αναγκαιότητα της περιτομής και των αυστηρών νηστειών.

Όλα τα πρωτοχριστιανικά έργα που κυκλοφορούσαν από τα μέσα έως το τέλος του πρώτου αιώνα- συμπεριλαμβανομένων των επιστολών του Παύλου - δεν περιείχαν καμία ιστορική αφήγηση που να συνέδεε τον Ιησού με κάποια βιογραφία. Αυτό έγινε αργότερα με το ευαγγέλιο του Μάρκου, στο οποίο στηρίχτηκαν ο Λουκάς και ο Ματθαίος. Το Ευαγγέλιο αυτό γράφτηκε σα μια αλληγορική περιγραφή ενός βίου, συνταγμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε να ταιριάζει με το δόγμα του Ιησού που είχε αρχίσει να εδραιώνεται. Ήταν μια έκφραση της αυξανόμενης αυτοπεποίθησης που προσέδιδε η μεγάλη αριθμητική δύναμη στη συγκεκριμένη αίρεση. Αλλά ήταν επίσης, μια έκφραση της αυξανόμενης ταξικής διαίρεσης εντός της χριστιανικής κοινότητας, καθώς συμβιβαζόταν με τη ρωμαϊκή κοινωνία. Από τις αρχικές κομμουνιστικές ιδέες της λατρείας του Ιησού, σήμερα στην Καινή Διαθήκη εξακολουθούν να υπάρχουν μόνο μερικές υποδείξεις και προτάσεις αυτού του είδους.

Η Εκκλησία επεξεργάστηκε το δόγμα της τις πρώτες δεκαετίες του δευτέρου αιώνα, σε μεγάλο βαθμό, μέσα από τις πολεμικές με τους πρώην ομόθρησκους, τους Εβραίους και με την πληθώρα των πρωτοχριστιανικών σεχτών. Παράλληλα με την διαμόρφωση του δόγματος, η Εκκλησία δημιούργησε ένα μηχανισμό για να αυτοσυντηρηθεί. Μόλις πρόσφατα ήρθαν στο φως στοιχεία για την ύπαρξη μιας τεράστιας ποικιλίας πρωτοχριστιανικών σεχτών. Η αιτία για την αργοπορημένη αυτή αποκάλυψη της ύπαρξής τους, είναι το γεγονός ότι ο κυρίαρχος εκκλησιαστικός μηχανισμός από τη στιγμή που καθιερώθηκε έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια να εξαλείψει αυτές τις «αιρέσεις» και κατά τη διάρκεια αυτής της προσπάθειας, αφαίρεσε τα περισσότερα από τα στοιχεία που αποδείκνυαν ότι υπήρχαν άλλες εκδοχές λατρείας του Ιησού.

Το κύριο ζήτημα είναι γιατί ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε τόσο πολύ κατά τους επόμενους δύο αιώνες. Δεν ήταν ένα κίνημα κατά της δουλείας, καθώς η δουλεία ήταν πανταχού παρούσα σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και οι Χριστιανοί κατείχαν σκλάβους όπως όλοι οι άλλοι. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ακόμα και επίσκοποι είχαν σκλάβους, όπως οι πλούσιοι Ρωμαίοι αυτήν τη περίοδο.

Ο θεολογικός παράγοντας ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Η άκαμπτη και αυτο-αναπαραγόμενη γραφειοκρατία που είχε αναπτυχθεί εντός της Εκκλησίας, αντανακλούσε τις ταξικές διακρίσεις στην κοινωνία και είχε γίνει ένα σημαντικό προπύργιο του ταξικού συστήματος.

«Με τον καιρό, οι λόγοι και τα κηρύγματα των χριστιανών ηγετών συμπεριέλαβαν, όχι μόνο την επίσημη πλευρά των αριστοκρατικών νόμων, αλλά και τις αξίες και την ιδεολογία της ύστερης Ρωμαϊκής ανώτερης τάξης» (Salzman : «Η Πραγμάτωση μιας Χριστιανικής Αριστοκρατίας»)

Προσηλυτισμός

Το απόσπασμα αυτό,  αναφέρεται στην περίοδο μετά από τον λεγόμενο προσηλυτισμό του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου στις αρχές του τετάρτου αιώνα, αν και πολύ καρό πριν από αυτόν, η Εκκλησία έπαιζε πολύ σημαντικό κοινωνικό και οικονομικό ρόλο για λογαριασμό της άρχουσας τάξης. Πολλοί υπάλληλοι του κράτους ήταν Χριστιανοί επίσκοποι ή ηγέτες. Το σημαντικότερο είναι ότι διαδραμάτιζαν βασικό ρόλο σχετικά με τη διαχείριση και την οργάνωση της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Στο μέτρο που αυτό σημαίνει κάτι σε μια Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που βρισκόταν σε παρακμή, η Εκκλησία ήλεγχε την τοπική αυτοδιοίκηση. Επίσκοποι και εκκλησιαστικοί υπάλληλοι συνέλεγαν τους φόρους, διένειμαν ελεημοσύνη και οι νομικές διαφορές, όπως και οι διαμάχες για τα κτήματα, ήταν υπό την εποπτεία τους. Η Εκκλησία ήταν μια ανεπίσημη «δημόσια υπηρεσία» για λογαριασμό της ρωμαϊκής γραφειοκρατίας, πολύ πριν ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος της δώσει αυτοκρατορική επικύρωση. Η Εκκλησία εκπλήρωνε μια οικονομική και κοινωνική λειτουργία, μέσα από το χειρισμό των υποθέσεων ενός αυξανόμενου ποσοστού φτωχών και στερημένων και τη συγκράτηση της οργής τους. Γι' αυτό το λόγο η άρχουσα τάξη της επέτρεψε να αναπτυχθεί και όχι λόγω μιας τάχα πνευματικής «αφύπνισής» της.

Η Εκκλησία ήταν σε θέση να εκπληρώσει αυτό το ρόλο, διότι παρείχε μια «βαλβίδα ασφαλείας» σχετικά με τις ελπίδες και τις φιλοδοξίες των μαζών. Έδωσε στην αγροτιά την ευκαιρία να βρεθεί στο ίδιο κτίριο με τους γαιοκτήμονες και τους αριστοκράτες (αν όχι στα ίδια στασίδια). Αν και υπήρχαν περιορισμένες ελπίδες για μια καλύτερη ζωή σε αυτόν το κόσμο, η Εκκλησία τους προσέφερε την υπόσχεση ότι θα ήταν ίσοι με τους πλούσιους στον επόμενο. Τους προσέφερε ένα Μεσσία και μία μετά θάνατο ζωή, σε αντίθεση με τους υπερόπτες και αδιάφορους θεούς της Ελλάδας και της Ρώμης.

Η γραφειοκρατία της Εκκλησίας ανέπτυξε συνειδητά μια πολιτική (και θεολογία) που εξυπηρετούσε τα δικά της συμφέροντα, που όλο και περισσότερο ταυτίζονταν με τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Επίσης ως προς τη δομή και τις προοπτικές της, προσαρμόστηκε στην ανάπτυξη της φεουδαρχικής κοινωνίας καλύτερα από το σάπιο πια δουλοκτητικό κράτος. Η Εκκλησία δεν έκανε καμία εκστρατεία για τη χειραφέτηση των μαζών, αλλά προσέφερε μια νέα διευθέτηση για την εκμετάλλευσή τους.

Σε ότι αφορά στην αγροτιά και τους φτωχούς των πόλεων, όσο εκείνοι γνώριζαν και έκαναν αποδεκτή τη θέση τους στην άκαμπτη αυτή ταξική δομή, για τους φτωχότερους από αυτούς, η Εκκλησία προσέφερε ελεημοσύνη και υποστήριξη ως ανακούφιση για τις πιο πιεστικές ανάγκες και τους χειρότερους πόνους τους. Η Εκκλησία ήταν σχεδόν ο μοναδικός μηχανισμός πρόνοιας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που μπορούσε επίσης να προσφέρει την αίσθηση της ένταξης σε μια εθνική, αλλά και διεθνή κοινότητα. Γι' αυτούς τους λόγους, είχε μεγάλη απήχηση στους φτωχούς και τους καταπιεσμένους. Την είχαν αποκαλέσει ειρωνικά ένα κίνημα «των σκλάβων και των γυναικών».

Διώξεις

Από τη στιγμή που υποστηρίχθηκε από την κρατική εξουσία η Εκκλησία, κατάφερε να καταστρέψει τους αντιπάλους της. Έχουν γραφτεί πολλές υπερβολές για τις Ρωμαϊκές διώξεις κατά της Εκκλησίας κατά τους τρεις πρώτους αιώνες μ.Χ, αλλά ακόμα και αυτές οι υπερβολές ωχριούν μπροστά στις τρομερές διώξεις της Εκκλησίας κατά διαφόρων θρησκευτικών σεχτών, από την εποχή που αυτή υποστηρίχθηκε από την αυτοκρατορική εξουσία. Βιβλία και αιρετικοί παραδόθηκαν στην πυρά. Η θεολογική ιστορία ξαναγράφτηκε. Μύθοι στοιβάχτηκαν πάνω σε μύθους όσο περνούσαν οι αιώνες. Ήταν τέτοιος ο βαθμός της πλαστογράφησης της Ιστορίας, που ακόμα και σήμερα, δήθεν ακαδημαϊκοί, αντιμετωπίζουν την Καινή Διαθήκη πιο πολύ σα μια πραγματική ιστορική αφήγηση, παρά σα μία φανταστική ιστορία που δεν είναι πιο έγκυρη από την Ιλιάδα.

Μέσα σε λίγες εκατοντάδες χρόνια, κάθε απόδειξη για την ύπαρξη άλλων Χριστιανικών αιρέσεων και σεχτών, συμπεριλαμβανομένης της «προϊστορίας» τους στην Παλαιστίνη, εξαφανίστηκε. Η Εκκλησία έγινε - και παραμένει ως σήμερα - μια πολιτική, οικονομική και διπλωματική (όντας κάποτε και στρατιωτική) υπερδύναμη.

Στην εισαγωγή του στην «Συμβολή στην Κριτική της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ», ο Μαρξ αναφέρθηκε στη θρησκεία ως τον «αναστεναγμό των καταπιεσμένων». Εξήγησε ότι δεν είναι η πνευματικότητα ή η έλλειψή της, η οποία δημιουργεί υποστήριξη για την θρησκεία. Είναι η αποξένωση της μάζας του λαού από την ταξική κοινωνία στην οποία βρίσκεται.

Η κρίση του καπιταλισμού είναι η κρίση ενός σάπιου πολιτικού συστήματος, αλλά εκδηλώνεται επίσης και ως μια κρίση ιδεών. Οι ελπίδες και οι προσδοκίες εκατομμυρίων ανθρώπων περιορίζονται από τα στενά όρια του καπιταλιστικού κόσμου με αποτέλεσμα εκείνοι να τις εναποθέτουν στη μετά θάνατο ζωή. Έτσι όπως και στις αρχές της πρώτης χιλιετίας, νέα θρησκευτικά και μεσσιανικά κινήματα αντικατοπτρίζουν το πνευματικό και ηθικό αδιέξοδο μιας κοινωνίας που αποσυντίθεται.

Ο Μαρξ συνεχίζει: «Το να τους ζητήσει κανείς να παραιτηθούν από τις ψευδαισθήσεις σχετικά με την κατάστασή τους, είναι σα να τους ζητήσει να παραιτηθούν από μια κατάσταση που απαιτεί αυταπάτες. Η κριτική της θρησκείας είναι επομένως, η κριτική στην κοιλάδα των δακρύων, της οποίας η θρησκεία είναι το φωτοστέφανο». Έτσι έκανε σαφές ότι δεν τίθεται ζήτημα κατάργησης της θρησκείας. Αυτό θα ήταν παράλογο. Για να καταπολεμηθεί η δεισιδαιμονία και η άγνοια, πρέπει να διεξαχθεί αγώνας κατά των υλικών συνθηκών πάνω στις οποίες αυτές αναπτύσσονται - και αυτό σημαίνει, πάνω απ' όλα, αγώνας ενάντια στον καπιταλισμό.

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

Η ΠΗΓΑΔΑ ΤΟΥ ΜΕΛΙΓΑΛΑ

Η ΜΑΥΡΗ ΕΘΝΙΚΗ ΠΗΓΑΔΑ
δημοσιευμένο στον ιό της ελευθεροτυπίας το 2005

Εδώ που τα λέμε, έχουν και οι ανά την Ευρώπην νοσταλγοί του ναζισμού το δίκιο τους. Αν δεν τιμήσουν αυτοί τους ομοϊδεάτες τους, οι οποίοι κείτονται στην Πηγάδα του Μελιγαλά, ποιος θα τους τιμήσει;
 
Για δεκαετίες υπήρξε το σύμβολο του επίσημου αντικομμουνισμού και της διατεταγμένα επιλεκτικής μνήμης του «κράτους των εθνικοφρόνων». Τη δεκαετία του '80 λειτούργησε ως χώρος συσπείρωσης των νοσταλγών της παλιάς καλής εποχής. Ηρθαν κατόπιν οι καιροί της «εθνικής συμφιλίωσης», και η Πηγάδα του Μελιγαλά πέρασε στα αζήτητα.

Μόνο περιθωριακές ακροδεξιές γκρούπες ταξιδεύουν πια κάθε Σεπτέμβρη, για να δώσουν τον τόνο σε μια επιμνημόσυνη τελετή χωρίς πολιτικό αντίκρισμα για τους διεκδικητές του «μεσαίου χώρου».

Ωσπου, φέτος, ο ξεχασμένος Μελιγαλάς ξανάγινε είδηση χάρη στο πανευρωπαϊκό ναζιστικό φεστιβάλ «Κύμα Μίσους 2005». Μια συγκέντρωση εγχώριων χρυσαυγιτών, γερμανών νεοναζί, ιταλών φασιστών, ισπανών φαλαγγιτών κι άλλων ομοϊδεατών τους, που προβλέπεται να κορυφωθεί την ερχόμενη Κυριακή με τη δυναμική παρουσία των «κατασκηνωτών» στο ετήσιο μνημόσυνο της Πηγάδας.


*Οι επίσημες αντιδράσεις των εκπροσώπων της τοπικής κοινωνίας απέναντι σ' αυτά τα σχέδια είναι καθαρά εχθρικές. «Ως δήμος, θεωρούμε ότι δεν υπάρχει καμία ταύτιση, ούτε έμμεση ούτε άμεση του χώρου της Πηγάδας με φιλοναζιστικές και φιλοφασιστικές οργανώσεις» εξηγεί στον «Ιό» η δήμαρχος Μελιγαλά, Ελένη Αλειφέρη-Καραθανάση. «Στην Πηγάδα υπάρχουν τα θύματα του Εμφυλίου, πολλοί απ' αυτούς είχαν πολεμήσει το ναζισμό και το φασισμό. Γενικότερα, θεωρούμε απαράδεκτη την προσπάθεια εκμετάλλευσης των νεκρών της Πηγάδας για πολιτικές σκοπιμότητες».

Οσον αφορά τη συμμετοχή των ναζιστών στη φετινή τελετή, η δήμαρχος είναι σαφής: «Στην Πηγάδα υπάρχει ένα θρησκευτικό μνημόσυνο που γίνεται με επιμέλεια και φροντίδα του "Συλλόγου των Θυμάτων Πηγάδας". Εκεί, ο καθένας είναι ελεύθερος να παραστεί. Αρκεί βέβαια να σέβεται το χώρο και την τελετή. Δεν είναι χώρος ένα μνημόσυνο για συνθήματα πολιτικά, ακραία ή μη... Είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας χώρος προσευχής και περισυλλογής και τίποτε άλλο...».

Η χρυσή αυγή παρευρίσκεται μόνιμα στα ετήσια μνημόσυνα

*Την ίδια στάση κρατάει και ο οργανωτής του μνημοσύνου, πρόεδρος του «Συλλόγου Θυμάτων Πηγάδας Μελιγαλά» και δημοτικός σύμβουλος Επαμεινώνδας Μανιάτης. «Είμαστε αντίθετοι, διότι αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με το μνημόσυνο. Αν έρχονται σαν επισκέπτες, να δουν, είναι δεκτός ο καθένας. Εμείς στο χώρο της Πηγάδας δεχόμεθα όλους τους Ελληνες. Δεν θέλουμε όμως πολιτική εκμετάλλευση, απ' οπουδήποτε κι αν προέρχεται».

Παρατηρούμε ότι η «Χρυσή Αυγή» είναι τακτικός θαμώνας των εκδηλώσεων κάθε Σεπτέμβρη. Ο κ. Μανιάτης το επιβεβαιώνει: «Μία ομάδα έρχεται, και μάλιστα καταθέτουν και στεφάνι. Γιατί εκεί, όποιος μας ζητήσει, βεβαίως επιτρέπουμε να καταθέσει στεφάνι». Παραδέχεται, επίσης, ότι η πολιτικοποίηση ήταν ανέκαθεν συνυφασμένη με την τέλεση του μνημοσύνου:

«Ετσι ήτανε από παλιά: ότι εδώ έγινε μια σφαγή από τους αναρχοκομμουνιστές. Αυτή είναι άλλωστε η αλήθεια». Ο ίδιος έχει χάσει τον πατέρα του, εκτελεσμένο από τον ΕΛΑΣ. «Εχω μια πικρία... Σας πληροφορώ, όμως, ότι έχω κάνει παρέα με ανθρώπους αριστερούς, και μάλιστα με ανθρώπους που τους είχαν πάει και στη Μακρόνησο. Ενας κόσμος, απ' τους παλιούς, με είχαν δει και λέγανε "Τι κάνει αυτός;"».

Μακρονησιώτης πολιτικός κρατούμενος ίσον «σφαγέας». Παρά την προσπάθεια του συνομιλητή μας να φανεί μετριοπαθής, αυτή η εξίσωση αποκαλύπτει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα όρια της «εθνικής συμφιλίωσης» σε τούτο τον τόπο.

*Σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος κινείται ανακοίνωση των χρυσαυγιτών Μεσσηνίας στον τοπικό τύπο (17.8.05): «Εμείς», διακηρύσσουν οι οργανωτές του φεστιβάλ για το μνημόσυνο, «θα βρισκόμαστε πάντοτε εκεί για να τιμάμε με την παρουσία μας τους αγνούς έλληνες πατριώτες και τους ηρωικούς μαχητές των Ταγμάτων Ασφαλείας που έδωσαν τη ζωή τους για να μην υποδουλωθεί η πατρίδα μας στους εαμοβούλγαρους κομμουνιστοσυμμορίτες».

*Την εικόνα συμπληρώνουν οι δηλώσεις πολιτών στα τοπικά κανάλια: σ' ένα τυπικό ρεπορτάζ του είδους, σχεδόν όλοι οι ερωτηθέντες τάχθηκαν κατά της παρουσίας των νεοναζί στο μνημόσυνο, φροντίζοντας όμως ταυτόχρονα να ξεκαθαρίσουν ότι «ο χώρος της Πηγάδας είναι ιερός» (BEST 25.8.05).

Αυτό που απουσιάζει ολοκληρωτικά από την όλη συζήτηση, είναι η ουσιαστική αποτίμηση του ετήσιου «μνημοσύνου» αυτού καθ' εαυτού. Το διαπιστώνουμε, πάνω απ' όλα, ξεφυλλίζοντας τα σχετικά δημοσιεύματα του αθηναϊκού και διεθνούς τύπου. Τι ακριβώς αφορά η επίμαχη τελετή, που ο πανευρωπαϊκός νεοναζισμός φιλοδοξεί να «τιμήσει» (ή να «αμαυρώσει») με την παρουσία του;

-Σύμφωνα με τους «New York Times», το ζήτημα αφορά «μια από τις ζοφερότερες ελληνικές επετείους: τη σφαγή 1.400 γυναικών και παιδιών από κομμουνιστές αντάρτες το 1944 στο Μελιγαλά» («Ν.Υ. Times» 10.8.05). Πηγή του δημοσιεύματος, όπως άλλωστε και των περισσότερων σχετικών αναφορών στο Διαδίκτυο, αποτελεί η διαβόητη «Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού» των Κουρτουά και Σία (βλ. «Ιός» 11.11.2001 & 2.3.2002) -με κάποιες προσαρμογές επί το αντικομμουνιστικότερον, αφού το πρωτότυπο κείμενο μιλάει για «1.400 άντρες, γυναίκες και παιδιά και περίπου 50 αξιωματικούς και υπαξιωματικούς των Ταγμάτων ασφαλείας» που «δολοφονήθηκαν» από τον ΕΛΑΣ (σ. 347).

-Κατά την αγγλόφωνη έκδοση της «Καθημερινής», πάλι, στο Μελιγαλά έγινε «σφαγή εθνικιστών αντιστασιακών αγωνιστών και πολιτών» (4.6.05).

-Την ίδια ακριβώς διατύπωση υιοθετεί κι η ισραηλινή «Jerusalem Post» (4.6.05), που κατά τα άλλα διαρρηγνύει τα ιμάτιά της για τη χιτλερική μάζωξη.

Το απωθημένο παρελθόν

Αυτό που κανείς -εκτός από τους ίδιους τους ναζί- δεν φαίνεται (ή δεν θέλει) να θυμάται, είναι ποιοι ακριβώς είναι θαμμένοι στην περίφημη Πηγάδα. Η επιλεκτική αυτή αμνησία δεν είναι καθόλου περίεργη.

Η διακριτική αποσιώπηση της ταυτότητας των νεκρών αποτελεί συστατικό στοιχείο των «μνημοσύνων» του Μελιγαλά ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και συνδέεται με τη γενικότερη στρατηγική βάσει της οποίας επιχειρήθηκε στη χώρα μας η «δικαίωση» του ένοπλου δωσιλογισμού.

Με δυο λόγια: αυτό που συνήθως αποκρύπτει η φιλολογία περί «αθώων θυμάτων» είναι (α) το ιστορικό γεγονός ότι ο Μελιγαλάς υπήρξε βάση και ορμητήριο των ένοπλων συνεργατών της Βέρμαχτ που το 1943-44 έπνιξαν στο αίμα τη Μεσσηνία και τους γύρω νομούς και (β) ότι το μακελειό του 1944 ήταν το αποτέλεσμα μιας από τις σκληρότερες μάχες που έδωσε ο ΕΛΑΣ, με εξουσιοδότηση του συμμαχικού στρατηγείου και της κυβέρνησης
εθνικής ενότητας. Ας δούμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

*Κωμόπολη 2.482 κατοίκων το 1940, ο Μελιγαλάς χρησιμοποιήθηκε το 1941-43 ως βάση ιταλών καραμπινιέρων (1941-43) και μιας διλοχίας γερμανικού στρατού (1943-44).

*Οταν την άνοιξη του 1944 οι Γερμανοί συγκρότησαν τα Τάγματα Ασφαλείας, ένοπλους δωσιλογικούς σχηματισμούς με αποστολή την «αξιοποίηση της αντικομμουνιστικής μερίδας του ελληνικού λαού» για τη μετατροπή της αντιφασιστικής Αντίστασης σε εμφύλιο πόλεμο και την «εξοικονόμηση γερμανικού αίματος», εγκαταστάθηκε εκεί το 3ο Τάγμα Ασφαλείας Καλαμών-Μελιγαλά. Την υποστήριξή του ανέλαβε μια «πολιτική επιτροπή», με πρόεδρο τον πολιτευτή Περικλή Μπούτο και μέλη τον κοινοτάρχη, δυο δικηγόρους κι ένα γιατρό (Θεοδωρόπουλος 2001, σ. 133-4).

Ο τρόπος με τον οποίο «αξιοποιήθηκε» από τους ναζί αυτή η δωσίλογη «μερίδα του ελληνικού λαού» ήταν αναμενόμενος: Δεν πρόλαβε να εγκατασταθεί το Τάγμα στο Μελιγαλά, και τα γερμανικά αρχεία καταγράφουν τη συμμετοχή του σε «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις» των κατοχικών στρατευμάτων. Στηριγμένοι στη Βέρμαχτ, οι ταγματασφαλίτες αναλαμβάνουν να κονιορτοποιήσουν τη μαζική βάση του ΕΑΜ με μαζικές συλλήψεις, βασανιστήρια, εκτελέσεις και κάψιμο σπιτιών, εγκαινιάζοντας ένα φαύλο κύκλο βίας και αντεκδικήσεων, που θα οδηγήσει στις εκτελέσεις των ημερών της Απελευθέρωσης.

Η μάχη και η σφαγή

Η συμβολή τους στην πολεμική προσπάθεια του Αξονα υπήρξε ουσιαστική. Δεν είναι μόνο ο προϊστάμενός τους, αντιστράτηγος των SS Βάλτερ Σιμάνα που, στην τελική έκθεσή του προς τον Χίμλερ (2.11.44), διαπιστώνει ότι τα Τάγματα Ασφαλείας «ήταν πολύτιμες βοηθητικές μονάδες στην ενεργό καταπολέμηση των συμμοριών». Βρετανική έκθεση του 1944 τονίζει πως «η τοπική γνώση των προσώπων και του χώρου από τα Τάγματα Ασφαλείας, τους προσδίδει μοναδική αξία για τους Γερμανούς, που μπορούν έτσι να κρατήσουν την Ελλάδα με έναν ελάχιστο αριθμό δυνάμεων», (ΔΙΣ 1998, σ. 43). Αποκαλυπτική είναι τέλος η πρακτική της Βέρμαχτ να περιλαμβάνει τους νεκρούς, τραυματίες ή αγνοούμενους ταγματασφαλίτες στους πίνακες των δικών της απωλειών.

*Για τη στάση του πληθυσμού, αρκετά εύγλωττες είναι οι μεταπολεμικές αναμνήσεις του υποδιοικητή του Τάγματος Μελιγαλά, ταγματάρχη Καζάκου, για τις εκκαθαριστικές του καλοκαιριού του 1944 στον Ταΰγετο: «Η επιχείρησις αύτη απέβη άκαρπος», σημειώνει, «καθ' όσον ο ΕΛΑΣ είχεν οργανώσει σχεδόν ολόκληρον την ύπαιθρον (Μεσσηνίας και Λακωνίας) από του εργάτου μέχρι του ανωτάτου τιτλούχου, ώστε επληροφορήθη εγκαίρως φαίνεται την όλην προπαρασκευήν» των Γερμανών και των συνεργατών τους.

Αντισυνταγματάρχης πλέον του ελληνικού στρατού, ο συντάκτης των παραπάνω γραμμών φροντίζει πάντως να διευκρινίσει, εν έτει 1955, ότι «η στάσις των Αρχών κατοχής υπήρξε ειλικρινής και φιλική» απέναντι στη μονάδα του (ΔΙΣ 1998, σ. 193). Αναφερόμενος πάλι στην αποχώρηση της Βέρμαχτ, δεν διστάζει να καταγγείλει τους Γερμανούς για «προδοτικήν στάσιν» (σ. 197).

*Οι Γερμανοί εγκατέλειψαν το Μελιγαλά στις 4.9.1944 και την Καλαμάτα την επομένη. Ο ΕΛΑΣ μπήκε στην μεσσηνιακή πρωτεύουσα στις 9 Σεπτεμβρίου, μετά ολοήμερη μάχη με τον εκεί «λόχο ασφαλείας» και τη χωροφυλακή. Στις 13 Σεπτεμβρίου ήρθε η σειρά του Μελιγαλά, όπου είχαν οχυρωθεί οι εναπομείναντες ταγματασφαλίτες. Οταν η ηγεσία τους απέρριψε το κάλεσμα του ΕΑΜ να καταθέσουν τα όπλα και να τεθούν στη διάθεση της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, το λόγο είχαν τα όπλα. Οι αντίπαλες δυνάμεις ήταν ισοδύναμες αριθμητικά (1.000-1.200 ένοπλοι εκατέρωθεν), ενώ οι αντάρτες διέθεταν την υποστήριξη χιλιάδων χωρικών του εφεδρικού ΕΛΑΣ, που συνέρρεαν από τα πέριξ με αυτοσχέδιο οπλισμό.

Η μάχη κράτησε τρεις ολόκληρες μέρες (13-15.9.44). Το τελικό ανακοινωθέν του ΕΛΑΣ αναφέρει ότι σκοτώθηκαν 60 αντάρτες και 800 «ράλληδες». Ο δεύτερος αριθμός περιλαμβάνει προφανώς χοντρικά και τους εκτελεσμένους των επόμενων ημερών.

*Παρά τις αντιφάσεις, τις υπερβολές και τις αποσιωπήσεις τους, οι διαθέσιμες αφηγήσεις δίνουν μια γενική ιδέα όσων συνέβησαν μετά τη μάχη: Αρχικά σημειώθηκαν σποραδικοί φόνοι και καταστροφές περιουσιών. Ακολούθησε το ξεκαθάρισμα των συλληφθέντων με συνοπτικές διαδικασίες, από μια επιτροπή με επικεφαλής τους δικηγόρους Βασίλη Μπράβο και Γιάννη Καραμούζη. Από σημειώματα που δημοσιεύθηκαν αργότερα στον τοπικό εθνικόφρονα τύπο προκύπτει ότι αποφασιστικό ρόλο σ' αυτή τη διαδικασία έπαιξαν οι τοπικές οργανώσεις της Εθνικής Πολιτοφυλακής, στις οποίες είχε ανατεθεί η συγκέντρωση στοιχείων για την προηγούμενη δράση κάθε αιχμαλώτου. Οσοι καταδικάζονταν οδηγούνταν σε ένα εγκαταλειμμένο ξεροπήγαδο έξω απ' την κωμόπολη (την «Πηγάδα») κι εκτελούνταν.

*Πόσοι ήταν; Το 1945, το ιατροδικαστικό συνεργείο του Καψάσκη ανακοίνωσε ότι ξέθαψε 708 πτώματα. Στο μνημείο είναι γραμμένα 787 ονόματα από 61 πόλεις και χωριά. Η εθνικόφρων φιλολογία προβάλλει φυσικά πολύ μεγαλύτερα νούμερα: «περί τους 1.500 εις την Πηγάδα» μετρά ο Κώστας Καραλής (1958), «περί τα 1.800 άτομα πάσης ηλικίας και φύλου» βρίσκουν το Αρχηγείο Χωροφυλακής (1962) και ο καθηγητής Απόστολος Δασκαλάκης (1973), 1.900 τους θέλει ο Κων/νος Αντωνίου (1965), «άνω των 3.500 κατά τους μετριωτάτους υπολογισμούς» τους προτιμά η χουντική ιστορία του ΓΕΣ (1973). Ο Κοσμάς Αντωνόπουλος, πάλι, αναφέρει 2.100 «δολοφονηθέντες», παραθέτει όμως τα στοιχεία μόλις 699. Το βιβλίο που διανέμει ο «Σύλλογος Θυμάτων» περιέχει 1.144 ονόματα, ο συγγραφέας του όμως δείχνει μάλλον αναποφάσιστος: αλλού μιλάει για 1.500 νεκρούς (σ. 118), αλλού για «1.500 και πλέον» (σ. 115), αλλού για πάνω από 2.000 (σ. 26 & 166) κι αλλού για «5.000 εκατέρωθεν» (σ. 23). Σε κάθε περίπτωση, οι αριθμοί περιλαμβάνουν όχι μόνο τους «σφαγιασθέντες» αλλά και τους νεκρούς της τριήμερης μάχης.

*Την αντίθετη τάση επιδεικνύουν οι συγγραφείς της εαμικής πλευράς. Η αναλυτικότερη σχετική πηγή υπολογίζει 120 σκοτωμένους στη μάχη και 280-350 εκτελεσμένους στην Πηγάδα (Ξιάρχος 1982, σ. 38), ενώ δεν λείπουν αναφορές μέχρι και σε 1.200 νεκρούς.

*Πιο ενδιαφέρουσα απ' αυτή την... κολοκυθιά αποδεικνύεται η εξέταση του καταλόγου της έκδοσης του «Συλλόγου Θυμάτων». Σε σύνολο 1.144 ονομάτων (οι 108 κάτοικοι Μελιγαλά) υπάρχουν μόνο 18 γυναίκες, 18 ηλικιωμένοι, ένας έφηβος και κανένα παιδί. Ολοι οι υπόλοιποι, το 96,8% του συνόλου, είναι άντρες λίγο πολύ μάχιμης ηλικίας. Κάθε άλλο παρά σφαγή «γυναικόπαιδων», δηλαδή...

Μνημόσυνο ακατονόμαστων

Ευθύς εξαρχής, οι εκδηλώσεις στη μνήμη των «σφαγιασθέντων» πήραν ρεβανσιστικό χαρακτήρα.

*Το πρώτο μνημόσυνο (24.6.45) καταλήγει σε απόπειρα λιντσαρίσματος των αντιστασιακών που κρατούνταν στη φυλακή της κωμόπολης (Β. Κλεφτόγιαννης, «Οπως τα 'ζησα», σ. 143-4).

*Από το Σεπτέμβριο του 1945 η τελετή τυποποιείται, με φαινομενικό οργανωτή την κοινότητα και ουσιαστικό τη νομαρχία. Συμμετέχουν οι πολιτικές, εκκλησιαστικές, αστυνομικές και στρατιωτικές αρχές, τοπικοί πολιτικοί, τα σχολεία. Επί χούντας θα καθιερωθεί και αθλητικό τουρνουά ποδοσφαίρου και ανώμαλου δρόμου, με κύπελλα που αθλοθέτησαν τοπικοί παράγοντες και οι κυλινδρόμυλοι «Ευαγγελίστρια» («Θάρρος» 17.9.67).

*Παράλληλα, «διευθετείται» ο χώρος των εκδηλώσεων. Βασιλικό διάταγμα του 1953 συστήνει ερανική επιτροπή με πρόεδρο το μητροπολίτη και μέλη το νομάρχη, το διοικητή Χωροφυλακής κ.ά. Από τον δημοσιευμένο απολογισμό του εράνου, πληροφορούμαστε ότι τη μερίδα του λέοντος «συνεισέφεραν» τα σχολεία και οι φαντάροι: 244.413 και 65.529 δρχ. αντίστοιχα, σε σύνολο 332.614 («Σημαία» 19.9.54). Μ' αυτά τα λεφτά χτίζεται παρεκκλήσι, «καλλωπίζεται» η Πηγάδα και υψώνεται ένας τεράστιος σταυρός.

Η τελική διαμόρφωση (μάντρες, πάρκινγκ κ.λπ.) θα γίνει επί χούντας, με πιστώσεις και επίβλεψη Ασλανίδη.

*Η χουντική επταετία γνωρίζει άλλωστε το απόγειο του ιδιότυπου αυτού γιορτασμού. Το 1967 το μνημόσυνο τιμά με την παρουσία του ο Παττακός, εξηγώντας ότι «η 21η Απριλίου απέτρεψε νέον Μελιγαλάν» και ανακοινώνοντας την αναβάθμιση της κοινότητας των 1.800 κατοίκων σε «ιστορικό» δήμο («Εθνος» 18.9.67).

*Το 1968 παρευρίσκεται πρώτη φορά ο «ανώτατος άρχων» της χώρας, στο πρόσωπο του αντιβασιλιά Ζωιτάκη («Θάρρος» 24.9.68). Το 1969, η επιμνημόσυνη λειτουργία μεταφέρεται από την κεντρική εκκλησία της κωμόπολης στο χώρο της Πηγάδας και η τροχαία εκδίδει προληπτικές οδηγίες για την κυκλοφορία («Θάρρος» 21.9.69).

*Το 1973, ενόψει φιλελευθεροποίησης, οι αρχές δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους για το μνημόσυνο. Ειδικά δρομολόγια λεωφορείων και τρένων μεταφέρουν «προσκυνητάς» απ' τους γύρω νομούς («Θάρρος» 14-16.9.73).

Αποκαλυπτικότερη είναι η «φρονηματιστική» λειτουργία της Πηγάδας τον υπόλοιπο χρόνο. Από τις τακτικές καταχωρίσεις του δελτίου πληροφοριών της νομαρχίας, πληροφορούμαστε ότι μεταφέρονται ομαδικά εκεί για «προσκύνημα» φαντάροι, ευέλπιδες, σπουδαστές επαγγελματικών σχολών, «κλιμάκια φοιτητών», δημόσιοι υπάλληλοι, φιλοξενούμενοι της «Εθνικής Εστίας», ταξιδιώτες των προγραμμάτων του «Εθνικού ιδρύματος» και -φυσικά- ολόκληρα σχολεία.

*Μετά τη Μεταπολίτευση ο επίσημος γιορτασμός συνεχίζεται, χωρίς ιδιαίτερους ενθουσιασμούς. Τον τόνο δίνουν τώρα οι δυναμικές εμφανίσεις της ακροδεξιάς: βασιλόφρονες που διαβεβαιώνουν ότι «σύντομα θα επιστρέψει ο Κωνσταντίνος», χουντικοί που προπηλακίζουν τον κοινοτάρχη «διότι ανεφέρθη στην αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού» (1976) και γιουχάρουν το νομάρχη (1977), χιτλερικοί που ψαρεύουν στα θολά νερά μιας εθνικοφροσύνης σοκαρισμένης απ' την περιθωριοποίησή της... Ο τοπικός τύπος καταγράφει τα συνθήματα: «Τη λύση θα δώσει ο στρατός», «Ο Φλωράκης στο Γουδί», «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους».

*Ο κύκλος κλείνει το 1982, όταν το υπ. Εσωτερικών γνωστοποιεί στο δήμο τον τερματισμό της συμμετοχής των επίσημων κρατικών αρχών, «επειδή οι εκδηλώσεις αυτές αποτελούσαν κηρύγματα μισαλλοδοξίας και τροφοδοτούσαν επί 40 χρόνια το διχασμό». Τη σκυτάλη στην οργάνωση του μνημοσύνου παίρνει πια ο «Σύλλογος Θυμάτων Πηγάδας», που ιδρύθηκε το 1980.

*Από κοντά και η Ν.Δ., που βλέπει το μνημόσυνο του 1982 ως τη δέουσα απάντηση στην επίσημη αναγνώριση της εαμικής Αντίστασης. Ο νεαρός βουλευτής Αντώνης Σαμαράς ανακοινώνει π.χ. με ειδικό δελτίο τύπου την έλευσή του «για να παραστεί στο Μνημόσυνο των σφαγιασθέντων από τους εαμοκομμουνιστές» («Ελευθερία» 18.9.82). Σταδιακά, ωστόσο, η λογική του «μεσαίου χώρου» επικρατεί και τα φερέλπιδα στελέχη αποφεύγουν πια να δίνουν το παρών.

Η σταδιακή αυτή περιθωριοποίηση έχει, ωστόσο, ένα απροσδόκητο αποτέλεσμα: πρώτη φορά τα πράγματα λέγονται με το όνομά τους και οι πεσόντες ταγματασφαλίτες «τιμώνται» ως τέτοιοι. Ενα χαρακτηριστικό των επίσημων γιορτασμών ήταν η διακριτική αποφυγή κάθε αναφοράς στα δωσίλογα Τάγματα Ασφαλείας, με την προσφυγή σε εξωραϊστικά σχήματα λόγου: «αγρίως σφαγιασθέντες υπό αναρχικών στοιχείων», «μαρτυρικώς σφαγιασθέντες εθνικόφρονες πατριώτες», «θυσιασθέντες διά το μεγαλείον και την ελευθερίαν της Πατρίδος», «Ηρωες και Μάρτυρες οίτινες προσεφέρθησαν ολοκαύτωμα εις τον βωμόν της υπερτάτης θυσίας», ακόμη και «αδίκως σφαγιασθέντες διά την ελευθερίαν και τα ανθρώπινα δικαιώματα»!

*Μετά το 1982, αντίθετα, οι ομιλητές του «απολίτικου», «οικογενειακού» μνημοσύνου δεν αισθάνονται τέτοιου είδους αναστολές: «Το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και το ΕΛΑΣ υπήρξε χειρότερος κατακτητής από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς» διαβάζουμε π.χ. στον πανηγυρικό που εκφώνησε το 1999 η Ειρήνη Δορκοφίκη, διαβεβαιώνοντας τους συγκεντρωμένους ότι ο χαρακτηρισμός των ταγματασφαλιτών ως «προδοτών» και «συνεργατών των κατακτητών» δεν είναι παρά «αισχρή συκοφαντία» των κομμουνιστών και λοιπών «ευρωλιγούρηδων».

Στην ομιλία πάλι του 1997, ο δικηγόρος Βασίλειος Δημαρέσης ξεκαθαρίζει: «Οι ηρωικοί νεκροί μας δεν πολέμησαν με Ελληνες, διότι οι Κομμουνιστές έπαυσαν να είναι Ελληνες, τα εγκλήματά τους είναι εγκλήματα ξένων, εγκλήματα γενοκτονίας»!

Αραγε, τι απ' όλα αυτά θα μπορούσαν να «αμαυρώσουν» οι επίσημοι νοσταλγοί του Χίτλερ;



Τα ξεχασμένα θύματα

Μια ελάχιστα γνωστή πτυχή της τραγωδίας του Μελιγαλά αφορά τα θύματα των «αγρίως σφαγιασθέντων» ταγματασφαλιτών της Πηγάδας. Εδρα ιταλών καραμπινιέρων, γερμανικής διλοχίας και του Τάγματος Ασφαλείας, η κωμόπολη χρησιμοποιήθηκε σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής ως στρατόπεδο συγκέντρωσης, χώρος βασανιστηρίων και τόπος εκτελέσεων αντιστασιακών και ομήρων. Η απουσία μιας ολοκληρωμένης καταγραφής όσων σκοτώθηκαν απ' τους ταγματασφαλίτες είναι αποκαλυπτική για το κλίμα που επικράτησε στην περιοχή, τόσο κατά τα μετεμφυλιακά χρόνια όσο και αργότερα. Καταφανώς ελλιπή, τα διαθέσιμα στοιχεία είναι ωστόσο διαφωτιστικά.

Ο απολογητής των ταγματασφαλιτών Κοσμάς Αντωνόπουλος παραθέτει τα ονόματα 27 ατόμων που εκτελέστηκαν στο Μελιγαλά από τις κατοχικές δυνάμεις. Οι 6 είναι κάτοικοι της κωμόπολης. Από τον πίνακα απουσιάζουν ωστόσο τα περισσότερα ονόματα που γνωρίζουμε από άλλες πηγές («Η Ελληνική Αντίστασις 1941-1945», Αθήναι 1964).

Στο «Μεσσηνιακό βιογραφικό λεξικό» του Νίκου Καράμπελα (1962) αναφέρονται τα ονόματα 16 εκτελεσμένων στο Μελιγαλά το 1943-44. Στο δικό του βιβλίο ο Σπύρος Ξιάρχος καταγράφει τρεις ομαδικές εκτελέσεις 22 ατόμων κι άλλους 23 μεμονωμένους φόνους («Η αλήθεια για το Μελιγαλά», Καλαμάτα 1982, σ. 46-47). Απροσδιόριστο παραμένει, τέλος, πόσοι απ' τους 924 εκτελεσμένους Μεσσήνιους που μνημονεύονται σε πρόσφατη έκδοση, θανατώθηκαν στην έδρα του Τάγματος (Τάσος Αποστολόπουλος, «Μεσσηνιακή εκατόμβη 1940-1944», Καλαμάτα 2000).

Αποκαλυπτικότερες είναι κάποιες επιμέρους λεπτομέρειες: Στις 27.4.44 ο ΕΛΑΣ Λακωνίας σκότωσε σε ενέδρα τον γερμανό στρατηγό Κρεντς και 3 συνοδούς του. Ο «Στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος» διέταξε σε αντίποινα τον τουφεκισμό 200 «κομμουνιστών» στο σκοπευτήριο της Καισαριανής κι όσων χωρικών θα συναντούσαν τα στρατεύματά του στην ύπαιθρο μεταξύ Μολάων και Σπάρτης. Οπως διαβάζουμε στη σχετική ανακοίνωση, οι ταγματασφαλίτες του Παπαδόγκωνα έσπευσαν να τιμήσουν με τον τρόπο τους τη μνήμη του γερμανού στρατηγού: «Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Ελληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς» («Καθημερινή» 30.4.44). Σαράντα απ' αυτές τις «αυτόβουλες» εκτελέσεις έγιναν από το Τάγμα Ασφαλείας Καλαμών-Μελιγαλά την Πρωτομαγιά του 1944 - τριάντα στην Καλαμάτα και δέκα στο νεκροταφείο του Μελιγαλά. Μεταξύ των τελευταίων ήταν και μια 18χρονη επονίτισσα, η Ασπασία Ξιάρχου, από τη γειτονική Ανθούσα. Είχε πιαστεί (και βασανιστεί) από τους ταγματασφαλίτες ενώ επέστρεφε από την Καλαμάτα για το μνημόσυνο της μάνας της. Ενας κρατούμενος διέφυγε και, την επομένη, εκτελέστηκαν στη θέση του άλλοι δύο (Γιάννης Σχινάς, «Η εθνική Αντίσταση στη Μεσσηνία», Αθήνα 1984, σ. 98-99).

Ακολούθησε στις 15.6.44 ο τουφεκισμός 10 κρατουμένων στο Μελιγαλά (ανάμεσά τους 2 γυναίκες κι ένας ηλικιωμένος ανάπηρος) -σε αντίποινα, προφανώς, για το θανάσιμο τραυματισμό του ταγματασφαλίτη ταγματάρχη Γεωργανά στην Καλαμάτα. Την επομένη, 27 κρατούμενοι, 22 άντρες και 5 γυναίκες, τουφεκίστηκαν από το λόχο Καλαμάτας στις όχθες του Νέδοντα.

Δυόμισι δεκαετίες μετά την επίσημη αναγνώριση της ΕΑΜικής Αντίστασης, μάταια θ' αναζητήσει κανείς στο Μελιγαλά ή τα περίχωρά του κάποιο μνημείο γι' αυτούς τους πεσόντες. «Δεν έχω ακούσει ποτέ κάτι τέτοιο», ήταν η απάντηση του προέδρου του «Συλλόγου Θυμάτων Πηγάδας» κ. Μανιάτη, όταν τον ρωτήσαμε για τους εκτελεσμένους από το Τάγμα Ασφαλείας. Στην Καλαμάτα, μια λιτή στήλη (χωρίς ονόματα ή αριθμούς) στήθηκε από το Δήμο στο χώρο των εκτελέσεων, μακριά από τα μάτια του κοινού, μόλις το 2002. Η επιγραφή κάνει λόγο για «εκτελεσθέντες πατριώτες από τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους», αποφεύγει όμως να αναφέρει την ακριβή ταυτότητα των εκτελεστών.

Επιστρέφοντας στην Αθήνα, σταματήσαμε στο επιβλητικό μνημείο για τους 204 εκτελεσμένους της Παλιόχουνης, λίγο πριν από τη Μεγαλόπολη. Απ' αυτούς, οι 154 είχαν συλληφθεί από ταγματασφαλίτες στην Καλαμάτα και τουφεκίστηκαν απ' τη Βέρμαχτ σε αντίποινα για την καταστροφή γερμανικής φάλαγγας απ' τον ΕΛΑΣ. Το τμήμα της επιγραφής που πληροφορεί ότι σκοτώθηκαν «από τους Γερμανούς» έχει σβηστεί με φαιοπράσινη μπογιά.




Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ?



Μήπως είναι η αγάπη κάποιου για το μέρος που γεννήθηκε, το μέρος των παιδικών αναμνήσεων και ελπίδων, των ονείρων και των φιλοδοξιών; Είναι το μέρος όπου -μέσα στην αθωότητα των παιδικών μας χρόνων- θα βλέπαμε τα σύννεφα να περνούν απορώντας γιατί δεν μπορούμε και εμείς να επιπλέουμε τόσο γοργά στον ουρανό; Το μέρος που μετρούσαμε τα εκατομμύρια λαμπρά αστέρια στον ουρανό, έντρομοι που το καθένα ήταν ένα μάτι που τρυπούσε τις μικρές ψυχές μας ;
“Ο πατριωτισμός κύριε είναι το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων” είπε ο δρ. Σάμουελ Τζάκσον. Ο Λέον Τολστόι, ο μεγαλύτερος αντιπατριώτης των καιρών μας, ορίζει των πατριωτισμό ως την αρχή με την οποία δικαιολογούμε την εκπαίδευση αδίστακτων δολοφόνων. Ένα εμπόριο που απαιτεί καλύτερα εργαλεία για την διεξαγωγή δολοφονιών από ότι η δημιουργία τέτοιων απαραίτητων αγαθών όπως τα παπούτσια, ο ρουχισμός και τα σπίτια. Ένα εμπόριο που εγγυάται καλύτερες αποδοχές και μεγαλύτερη δόξα από το αν είσαι έντιμος εργαζόμενος. ….


Έπαρση, άγνοια και εγωτισμός είναι τα απαραίτητα συστατικά του πατριωτισμού. Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω. Ο πατριωτισμός υποθέτει ότι η σφαίρα μας είναι χωρισμένη σε μικρά σημεία που το κάθε ένα από αυτά περικλείεται από ένα σιδηρούν παραπέτασμα. Αυτοί που είχαν την τύχη να έχουν γεννηθεί σε ένα συγκεκριμένο σημείο θεωρούν τους εαυτούς τους ευγενέστερους, καλύτερους, μεγαλύτερους και πιο έξυπνους από εκείνους που κατοικούν σε οποιοδήποτε άλλο σημείο. Είναι, ως εκ τούτου, καθήκον οπουδήποτε ζει σε αυτό το συγκεκριμένο σημείο να πολεμά, να σκοτώνει και να πεθαίνει προσπαθώντας να επιβάλει την υπεροχή του πάνω σε όλους τους άλλους.
Το ίδιο και με παρόμοιο τρόπο και οι κάτοικοι των υπόλοιπων σημείων -φυσικά. Με αποτέλεσμα από την πρώιμη παιδική ηλικία το μυαλό του παιδιού να είναι εφοδιασμένο με ιστορίες που παγώνουν το αίμα για τους Γερμανούς, τους Γάλλους, τους Ιταλούς, τους Ρώσους κλπ.
Όταν το παιδί έχει ενηλικιωθεί είναι καλά κορεσμένο με την πεποίθηση ότι είναι ο εκλεκτός του Θεού για την υπεράσπιση της χώρας του ενάντια στις επιθέσεις ή την εισβολή οπουδήποτε ξένου. Για αυτό το λόγο απαιτούμε μεγαλύτερο στρατό και ναυτικό, περισσότερα θωρηκτά και πυρομαχικά. Ο στρατός και το ναυτικό αντιπροσωπεύουν τα παιχνίδια του λαού.
Εμείς οι Αμερικάνοι ισχυριζόμαστε ότι είμαστε ειρηνόφιλος λαός. Μισούμε την αιματοχυσία, η βία μας βρίσκει αντίθετους. Παρόλα αυτά μας προκαλεί σπασμούς χαράς η πιθανότητα να ρίξουμε βόμβες δυναμίτη πάνω σε αβοήθητους πολίτες. Είμαστε έτοιμοι να κρεμάσουμε να προκαλέσουμε ηλεκτροπληξία, ή να λιντσάρουμε το καθένα, ο οποίος, από οικονομική αναγκαιότητα, θα ρισκάρει την ίδια του τη ζωή για τους σκοπούς κάποιου βιομηχανικού μεγιστάνα. Ακόμα, οι καρδιές μας φουσκώνουν από υπερηφάνεια στη σκέψη ότι η Αμερική μετατρέπεται στο ποιο δυνατό έθνος του πλανήτη και σύντομα θα πατήσει το σιδερένιο πόδι της στο λαιμό άλλων εθνών.
Αυτή είναι η λογική του πατριωτισμού.
Σκεπτόμενοι άνδρες και γυναίκες σε όλο τον κόσμο αρχίζουν και συνειδητοποιούν ότι ο πατριωτισμός είναι πολύ στενός και περιορισμένος ώστε να συναντήσει τις αναγκαιότητες των καιρών μας.
Το πνεύμα του μιλιταρισμού έχει εμποτίσει όλες τις πλευρές της ζωής. Είμαι πεπεισμένη ότι ο μιλιταρισμός είναι μεγαλύτερος κίνδυνος εδώ από οπουδήποτε αλλού, εξαιτίας όλων των δωροδοκιών που ο καπιταλισμός διαθέτει για εκείνους που επιθυμεί να καταστρέψει.
Όταν θα έχουμε υπονομεύσει το πατριωτικό ψέμα, θα πρέπει να ανοίξει το δρόμο για την μεγαλύτερη δομή όπου όλοι θα είμαστε ενωμένοι σε μια παγκόσμια κοινότητα – μια πραγματικά ελεύθερη κοινωνία.