Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΣΑΝ ΜΕΘΟΔΟΣ ΠΑΛΗΣ

Ο τσε γκεβαρα αποτελεί ενα σύμβολο. Σύμβολο αγώνα, σύμβολο θέλησης για ζωή. Αναπόφευκτα ο τσε είναι και ένα ευρύτερο και γενικό σύμβολο της αριστεράς. Δυστυχώς ακόμα και απο αριστερούς λησμονάται το γεγονός πως ο τσε αποτελεί εισηγητή του ανταρτισμού( με πιο γνωστο βιβλιό το "ανταρτοπόλεμος") μιας μεθόδου πάλης όπου παρεκλίνει απο την μαρξιστική-λενινιστική θεώρηση της κατάκτησης της εξουσίας. Ειδικά τις δεκαετίες του 60-70 είχαμε μια αύξηση της ύπαρξης αντάρτικων ομάδων σε χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου με έντονο αντιιμπεριαλιστικό λόγο και σοσιαλιστικές στοχεύσεις. Σήμερα πλέον εκδηλώνεται μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις όπως οι ζαπατίστας, το"φωτεινό μονοπάτι" στο περού και το F.A.R.C. στην κολομβία.
στρατιωτική άσκηση του "φωτεινού μονοπατιού" στο Περού
Τι απέγινε αυτό το ρεύμα; Σε λίγες μόνο περιπτώσεις μπορούμε να πούμε ότι τσακίστηκε ολοκληρωτικά από τους ιμπεριαλιστές των οποίων υποτίθεται ήταν θανάσιμος εχθρός. Στις περισσότερες περιπτώσεις, με την αλλαγή της περιόδου που σηματοδότησε η δεκαετία του 80 στον τρίτο κόσμο, αυτό το ρεύμα αναζήτησε δρόμους συμβιβασμού με τους παλιούς εχθρούς του. Στην Νικαράγουα, οι Σαντινίστας, στην επανάσταση των οποίων πολλοί στις αρχές του 80 εναπόθεσαν τις ελπίδες τους για ένα καλύτερο μοντέλο σοσιαλισμού, όχι μόνο δεν έδειξαν την παραμικρή διάθεση να προχωρήσουν την επανάσταση τους κατά του Σομόζα στο στήσιμο ενός εργατικού κράτους αλλά απεναντίας εξάντλησαν κάθε περιθώριο επίτευξης συμβιβασμού με τους χθεσινούς θανάσιμους εχθρούς τους στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Σήμερα η Νικαράγουα είναι μία μπανανία με κοινοβουλευτικό πολίτευμα, κάτοικους εξίσου εξαθλιωμένους όπως και πριν 20 χρόνια, και τους Σαντινίστας στην αξιωματική αντιπολίτευση να αυτοπροσδιορίζονται ως σοσιαλδημοκράτες. Στο γειτονικό Σαλβαδόρ, όπου στην δεκαετία του 80 ανέπτυξε δράση ένα ισχυρό αντάρτικο, το “Φαραμπούτο Μαρτί” σήμερα, κατόπιν και των συστάσεων των Νικαραγουανών αδερφών, έχει έλθει σε συμβιβασμό με τους χτεσινούς αντιπάλους του, τους χριστιανοδημοκράτες και τους ακροδεξιούς χασάπηδες του ARENA και συμμετέχει στον κοινοβουλευτικό βίο ως νόμιμο κόμμα. Περιττό να πούμε ότι σε σχέση με τις συνθήκες που ώθησαν το “Φαραμπούτο Μαρτί” στην ένοπλη δράση τίποτα δεν έχει αλλάξει. Λίγο πιο νότια, στην Κολομβία η άλλοτε θρυλική Μ - 19, γνωστή στο παρελθόν για τις παράτολμες και άκρως θεαματικές επιχειρήσεις της όχι μόνο πέτυχε μία “αξιοπρεπή” συνθηκολόγηση αλλά και τα παλαιά στελέχη της συμμετέχουν στον κοινοβουλευτικό βίο της χώρας, ο οποίος ασφαλώς απέχει παρασάγγας από το να πληροί τις προϋποθέσεις δημοκρατικότητας ακόμα και αυτών των αστών δημοκρατών. Τέλος αν κατηφορίσουμε ακόμα πιο νότια, στην Ουρουγουάη οι παλιοί Τουπαμάρος έχουν ακολουθήσει, μετά την επάνοδο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας τον ίδιο δρόμο. Εκτός αυτών όμως υπάρχουν και άλλες πιο ακραίες περιπτώσεις. Έτσι ακριβώς απέναντι, στην Δυτική Αφρική ο πρώην ηγέτης του “μαρξιστικού” Πολισάριο της Σαχάρα έφτασε να γίνει υπουργός εσωτερικών του Χασάν του Μαρόκου, ενός από τους πιο αυταρχικούς και αιμοσταγείς μονάρχες στον κόσμο. Όλα αυτά τα κινήματα τα οποία ξεπήδησαν μέσα στην δεκαετία του 60 κάτω από την συνδυασμένη αίγλη της κουβανέζικης επανάστασης, του πολέμου στο Βιετνάμ και του τριτοκοσμισμού του Μάο, αναμφίβολα δεν είχαν εξαρχής τους στενούς ιδεολογικούς και πολιτικούς δεσμούς με τις σταλινικές γραφειοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης που είχαν τα κλασσικά δυτικοευρωπαϊκά Κ.Κ.
Παρά την απόσταση που διατηρούσαν από τα σταλινικά Κ.Κ. και παρά τους κατά καιρούς μύδρους κριτικής που μπορεί να εξαπέλυαν εναντίον τους η αναφορά τους στον σοσιαλισμό ήταν γενικόλογη και όχι σαφής. Πολιτικές έννοιες - κλειδιά όπως η “δικτατορία του προλεταριάτου”, η “ανατροπή του αστικού κράτους” και η συγκρότηση του “εργατικού κράτους” έλειπαν από το πρόγραμμα τους. Επίσης έλειπε η αναγνώριση της εργατικής τάξης ως την τάξη που κάνει την επανάσταση, και κατ’ επέκταση των καθηκόντων που αυτό συνεπάγεται.
Επίσης η δική τους πορεία προς τον συμβιβασμό με τον ιμπεριαλισμό και τα διεφθαρμένα καθεστώτα στον τρίτο κόσμο που τον υπηρετούν, και τα οποία υποτίθεται πολεμούσαν μέχρι θανάτου, άρχισε ήδη από την δεκαετία του 80, χρόνια πριν την πτώση της Ε.Σ.Σ.Δ. Τα γεγονότα του 89 απλώς επιτάχυναν αυτή την πορεία η οποία ούτως ή άλλως είχε δρομολογηθεί. Η πορεία της επανάστασης στην Νικαράγουα, από αυτή την άποψη, είναι τροχιοδεικτική της πορείας όλου αυτού του ρεύματος.
Από τις τρεις παραπάνω παρατηρήσεις βγαίνει το συμπέρασμα ότι ούτε ο χαρακτήρας ούτε η πορεία των ανταρτίστικων οργανώσεων και ηγεσιών εκείνης της περιόδου ταυτίζεται απόλυτα με τον χαρακτήρα και την πορεία των κλασσικών γραφειοκρατικών οργανώσεων και ηγεσιών και μία κριτική σε αυτές απαιτεί ξεχωριστή μελέτη.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η αποτίμηση όλου αυτού του ρεύματος είναι απλά και μόνο ένα καθήκον έναντι της ιστορίας. Δεν ισχύει όμως κάτι τέτοιο. Αυτό το ρεύμα ακόμα και σήμερα παράγει πολιτικά αποτελέσματα, και μάλιστα με δύο τρόπους:
Για μία σειρά αγωνιστές της αριστεράς, ιδιαίτερα νέους, το όραμα της επανάστασης είναι συνδεδεμένο στο μυαλό τους με την εικόνα κάποιων ανταρτών μέσα στην ζούγκλα, παρά με την εικόνα των εξεγερμένων και οπλισμένων εργατών σε κάποια μεγαλούπολη. Το γεγονός ότι η εικόνα του Τσε Γκεβάρα με την χακί στρατιωτική φόρμα και τον μπερέ είναι η πιο δημοφιλής εικόνα που παραπέμπει στην επανάσταση δεν είναι τυχαίο.
Εκτός αυτού όμως, τα τελευταία χρόνια ο ανταρτισμός ξανακάνει την εμφάνιση του στην Λατινική Αμερική. Τόσο το κίνημα των Ζαπατίστας στο Μεξικό, όσο και η FARC της Κολομβίας δεν θα πρέπει να θεωρούνται απλά σαν κατάλοιπα της προηγούμενης περιόδου. Η παρατεινόμενη κρίση στην Λατινική Αμερική και η συνακόλουθη στροφή των μαζών προς αναζήτηση λύσης στα αριστερά ίσως ωθήσει σε μία νέα αναζωπύρωση του ανταρτισμού ως στρατηγικής. Για τους μπολσεβίκους αποτελεί καθήκον η αποσαφήνιση της θέσης τους έναντι της στρατηγικής του ανταρτισμού, του πολιτικού χαρακτηρισμού των ανταρτίστικών οργανώσεων και της οριοθέτησης έναντι τους. Είναι ένα καθήκον που δεν αφορά στενά και μόνο τις χώρες όπου υπάρχουν και δρουν αντάρτικα κινήματα αλλά ακόμα και όσους δρούμε στις “μητροπόλεις” του καπιταλισμού. Άλλωστε η πολιτική στρατηγική του ανταρτισμού, με διάφορες μορφές (Εργατική Αυτονομία, ευρωπαϊκό αντάρτικο πόλεων κ.λ.π) έχει δώσει το παρόν και στις “μητροπόλεις”.
ΤΑ ΔΥΟ ΜΟΝΤΕΛΑ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΙΣΜΟΥ
α) Το μοντέλο του Μαοϊσμού
Σαν ανταρτισμός χαρακτηρίζονται όλες εκείνες οι αντιλήψεις που θεωρούν τον αντάρτικο αγώνα σαν την κυρίαρχη μέθοδο πάλης. Βασικά όλες αυτές οι αντιλήψεις μπορούν να αναχθούν σε δύο “σχολές” στρατηγικής, σε δύο στρατηγικά μοντέλα, στον μαοϊσμό που έχει σαν μοντέλο την κινέζικη επανάσταση και τον γκεβαρισμό ( ή φοκοϊσμό) που βάσισε το δικό του μοντέλο στην εμπειρία της κουβανικής επανάστασης.
Ο αντάρτικος αγώνας στην Κίνα είχε διάρκεια μεγαλύτερη από είκοσι χρόνια στην διάρκεια των οποίων οι παλινδρομήσεις και οι ανατροπές ήταν αλλεπάλληλες.  Το γεγονός είναι ότι μετά την κατάρρευση της Ιαπωνίας, με το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου ο αντάρτικος στρατός του Μάο βρέθηκε αρκετά ισχυρός και καλά εξοπλισμένος ώστε να διεκδικήσει και να κατακτήσει την εξουσία. Αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι ότι ο ίδιος ο Μάο στα στρατιωτικά γραπτά του επιχείρησε όλη αυτή την εμπειρία από την κινέζικη επανάσταση να την γενικεύσει και να την κωδικοποιήσει σε μία στρατηγική για την κατάκτηση της εξουσίας, η οποία δεν αφορά στενά την Κίνα. Αυτή η κωδικοποίηση της πείρας της κινέζικης εμπειρίας αποτέλεσε και τον σκληρό πυρήνα του λεγόμενου “μαοϊσμού”. Ο Μάο θεωρεί ότι η στρατηγική του ανταρτοπολέμου απαιτεί τρία στάδια ανάπτυξης του αγώνα. Το πρώτο στάδιο, το οποίο ονομάζει “στρατηγική άμυνα” χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια των ανταρτών με διαρκείς παρενοχλήσεις να δημιουργούν αλλεπάλληλες παρενοχλήσεις στον εχθρό. Σε αυτό το στάδιο, το οποίο είναι και το πιο μακροχρόνιο, αλλά και το πιο σημαντικό στόχος των ανταρτών είναι η εξάπλωση του ανταρτοπολέμου σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη έκταση ώστε να υποχρεωθεί ο αντίπαλος να απασχολεί όσον το δυνατόν περισσότερες δυνάμείς. Οι αντάρτες χρησιμοποιώντας την κλασσική αντάρτικη τακτική των αψιμαχιών ( ο Μάο είναι ο εισηγητής της περίφημης πεντάλεπτης μάχης) αποσκοπούν σε αυτή την φάση απλά στο να εντείνουν το αίσθημα αναποτελεσματικότητας στον τακτικό στρατό και την κυβέρνηση.
Στην δεύτερη φάση, πάντα κατά τον Μάο, η κυβέρνηση έχει συνειδητοποιήσει ότι οι αντάρτες δεν μπορούν να σαρωθούν εύκολα. Ταυτόχρονα οι αντάρτες δεν είναι τόσο ισχυροί ώστε να αναμετρηθούν ανοικτά με τον τακτικό στρατό. Η τακτική των αψιμαχιών συνεχίζεται ενώ δημιουργούνται και ενισχύονται οι “απελευθερωμένες ζώνες” όπου ο αντάρτικος στρατός οργανώνει την παραγωγή και την οικονομία τους γενικότερα. Σε αυτή την φάση εντείνεται και η προπαγάνδα των ανταρτών μέσα στον περιβάλλοντα πληθυσμό των επαρχιών όπου δρουν.
Τέλος η τρίτη φάση χαρακτηρίζεται από την επίτευξη στρατιωτικής ισορροπίας ανάμεσα σε αντάρτες και τακτικό στρατό. Οι αντάρτες τώρα πλέον δεν αρκούνται σε αψιμαχίες αλλά όπου είναι δυνατόν δίνουν μάχες ως τακτικός στρατός. Η σταδιακή κατάρρευση της κυβέρνησης και του τακτικού στρατού συνοδεύεται από την επέκταση των “απελευθερωμένων ζωνών” στην ύπαιθρο, ενώ ο αντάρτικος στρατός κινείται αρχικά από την ύπαιθρο προς τις μικρές επαρχιακές πόλεις και στην συνέχεια από τις επαρχίες προς τα μεγάλα αστικά κέντρα τα οποία και καταλαμβάνει τελευταία.
β) Το μοντέλο του Γκεβαρισμού (φοκοϊσμού)
Σε αντίθεση με την Κίνα στην Κούβα χρειάστηκαν μόλις 25 μήνες προκειμένου οι αντάρτες του Φ. Κάστρο να κατακτήσουν την εξουσία. Εκτός αυτού η αντάρτικη φάλαγγα του Κάστρο ποτέ, μέσα σε αυτό το διάστημα, δεν ενεπλάκη σε μάχες τακτικού στρατού. Οι πιο σκληρές συγκρούσεις που έγιναν δύσκολα μπορούν να ξεφύγουν από τον χαρακτηρισμό της αψιμαχίας. Όλα ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο του 1956, όπου ο Κάστρο μαζί με 81 συντρόφους του αποβιβάστηκαν, προερχόμενοι από το Μεξικό, στην ανατολική Κούβα. Σύντομα από τους 81 έμειναν 12 καθώς οι υπόλοιποι είτε αιχμαλωτίστηκαν είτε σκοτώθηκαν πριν προλάβουν να ανεβούν στο βουνό. Τους επόμενους 6 μήνες η δράση της ομάδας ήταν σχεδόν μηδενική καθώς η βασική της μέριμνα ήταν να επιβιώσει στο περιβάλλον των βουνών. Η επόμενη περίοδος χαρακτηρίστηκε από μία σειρά μικρές αψιμαχίες ανάμεσα στον αντάρτες και στρατιώτες και πολιτοφύλακες. Η μεγαλύτερη επιχείρηση των καστρικών όλη αυτή την περίοδο ήταν μία επίθεση στις 28/5/1957 ενάντια στην φρουρά του Ουμπέρο, που διέθετε 70 άνδρες. Σε αυτή την επίθεση έχασαν την ζωή τους 8 αντάρτες και 30 στρατιώτες. Εκείνη την περίοδο ο Κάστρο δεν διέθετε περισσότερους από 100 κακοεξοπλισμένους αντάρτες. Παρόλο όμως που από στρατιωτικής απόψεως η δράση του ήταν αμελητέα τα πολιτικά της αποτελέσματα ήταν σημαντικά. Η Κούβα εκείνη την εποχή κυβερνιόταν από έναν απολυταρχικό δικτάτορα, τον Μπατίστα. Το καθεστώς του είχε γίνει συνώνυμο της διαφθοράς και της πλήρους διάλυσης του κρατικού μηχανισμού. Στις απομακρυσμένες περιοχές ο κρατικός μηχανισμός δεν ήταν ικανός να εγγυηθεί ούτε το ελάχιστο απαραίτητο στοιχείο νομιμοποίησης της κρατικής εξουσίας, την τάξη και την ασφάλεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι μία από τις πρώτες ενέργειες του Κάστρο προκειμένου να κερδίσει την στήριξη των χωρικών στην Σιέρρα Μαέστρα ήταν η σύλληψη και εκτέλεση δύο ληστών που είχαν κατηγορηθεί για βιασμό και φόνο. Οι μικροεπιτυχίες των ανταρτών σε μία σειρά από αψιμαχίες και η επιβεβαίωση του γενικού ξεχαρβαλώματος του στρατού ενίσχυσε ένα ρεύμα συμπάθειας ανάμεσα στον πληθυσμό για τους αντάρτες ενώ καταρράκωσε ακόμα περισσότερο το ηθικό του κυβερνητικού στρατού. Ταυτόχρονα είχε και διεθνές αντίκτυπο καθώς οι Η.Π.Α προχώρησαν σε εμπάργκο όπλων έναντι του καθεστώτος Μπατίστα ενώ οι ξένες επενδύσεις στην Κούβα απετράπησαν και οι πιστώσεις στέρεψαν. Αυτό ενέτεινε τον εκνευρισμό της κυβέρνησης του Μπατίστα. Σε αυτό το κλίμα ο Κάστρο προχώρησε στο άνοιγμα ενός δευτέρου μετώπου στην βορειοανατολική πλευρά του νησιού ενώ ταυτόχρονα εξήγγειλε την προέλαση αντάρτικών φαλαγγών σε όλο το νησί για το χτύπημα επιλεγμένων στόχων. Στην πραγματικότητα όλα αυτά ήταν μία μεγαλοπρεπής μπλόφα. Το δεύτερο μέτωπο απασχολούσε μόλις 65 αντάρτες με βαρύτερο όπλο ένα πολυβόλο 0,30 ενώ όλη η αντάρτικη δύναμη του Κάστρο ήταν γύρω στους 200. Η κυβέρνηση Μπατίστα μέσα στον εκνευρισμό της τσίμπησε στην μπλόφα και κινητοποίησε χιλιάδες στρατού σαν να δεχόταν η Κούβα εισβολή. Η τακτική των ανταρτών να προκαλούν μικρές αψιμαχίες μα τον στρατό και η αποτυχία της τεράστιας στρατιωτικής κινητοποίησης να τσακίσει τους αντάρτες, οι οποίοι εύκολα κρυβόταν μέσα στα λογγομένα δάση ενίσχυσε την απογοήτευση στον κρατικό μηχανισμό και την αίσθηση ότι το κράτος έχει διαλυθεί στις εργατικές και ευρύτερα λαϊκές μάζες. Μέσα σε μία λαϊκή εξέγερση στην Αβάνα τον Γενάρη του 59 ο Μπατίστα και η κυβέρνηση του εγκατέλειψαν αεροπορικώς την Κούβα ενώ λίγο αργότερα οι καστρικοί έμπαιναν στην Αβάνα.
Η εμπειρία της Κούβας κωδικοποιήθηκε σαν γενική στρατηγική κατάκτησης της εξουσίας, τουλάχιστον σε χώρες εξαρτημένες από τον ιμπεριαλισμό και τριτοκοσμικές από τον Τσε Γκεβάρα. Για την πολιτική σκέψη του Γκεβάρα το κέντρο της πολιτικής δουλειάς πρέπει να είναι η δημιουργία αντάρτικων “εστιών” (focus) οι οποίες, όπως στην περίπτωση της Κούβας, θα παίξουν τον ρόλο του πυροκροτητή της γενικευμένης εξέγερσης η οποία θα οδηγήσει στην κατάρρευση το ηιαποικιακό καθεστώς.
Αν δούμε από κοντά και τις δύο επαναστάσεις - μοντέλα του ανταρτισμού θα δούμε ότι καμία τους δεν ήταν μία γνήσια προλεταριακή επανάσταση όπως η ρώσικη. Η κουβανική επανάσταση έγινε με ένα πρόγραμμα καθαρά αστικοδημοκρατικών και αντιιμπεριαλιστικών διακηρύξεων. Ο ίδιος ο Κάστρο δεν ήταν κομμουνιστής αλλά απλά ένας μικροαστός δημοκράτης. Η αντάρτικη φάλαγγα του δεν είχε καμία σχέση με την οργανωμένη εργατική τάξη, τις οργανώσεις και την κίνηση της. Από την άλλη ο Μάο και το Κ.Κ. Κίνας διεξήγαγαν την επανάσταση με πρόγραμμα τους όχι το τσάκισμα του εργατικού κράτους και την δικτατορία του προλεταριάτου, δηλαδή με ένα γνήσιο λενινιστικό πρόγραμμα αλλά με το πρόγραμμα της “Νέας Δημοκρατίας”. Η “Νέα Δημοκρατία” του Μάο ήταν ένα πρόγραμμα για μία κυβέρνηση συμμαχίας ανάμεσα στις “παραγωγικές” τάξεις της Κίνας. Σε αυτές εκτός από τους εργάτες συμπεριλαμβάνονταν οι αγρότες αλλά και τμήματα της κινέζικης αστικής τάξης. Το γεγονός ότι τόσο η κουβανέζικη όσο και η κινέζικη επανάσταση ωθήθηκαν στην συγκρότηση παραμορφωμένων εργατικών κρατών σε αυτές τις χώρες οφείλεται στις “ιδιάζουσες” ιστορικές συνθήκες που είχε εγκαινιάσει διεθνώς η ύπαρξη του εκφυλισμένου εργατικού κράτους της Ε.Σ.Σ.Δ. Το γεγονός ότι και οι δυο επαναστάσεις - μοντέλα του ανταρτισμού δεν διεξήχθησαν κάτω από ένα πρόγραμμα για την σοσιαλιστική επανάσταση, κάτω από ένα γνήσια λενινιστικό πρόγραμμα δεν είναι τυχαίο. Συνδέεται άρρηκτα με τον πολιτικό χαρακτήρα αυτών των αντιλήψεων.
ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΤΑΡΤΙΣΜΟΣ ΜΠΟΣΛΕΒΙΚΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ?
Ακούγεται συχνά από άτομα ή οργανώσεις που αναφέρονται στον λενινισμό η θέση ότι η στρατηγική του Γκεβάρα ή η στρατηγική του Μάο είναι η εναλλακτική λύση στην κλασσική μπολσεβίκικη στρατηγική της ρώσικης επανάστασης, η στρατηγική η οποία απαντάει στο ζήτημα του σοσιαλισμού στον τρίτο κόσμο. Μία τέτοια θέση έχει την τάση να αντιμετωπίζει το ζήτημα της κυριαρχίας του αντάρτικου αγώνα ως μορφής πάλης απλά ως ενός τεχνικού ζητήματος, ως ενός ζητήματος μεθόδου για την κατάκτηση της εξουσίας. Μία τέτοια άποψη πέφτει στο μεθοδολογικό σφάλμα να αντιμετωπίζει το ζήτημα της κατάκτησης της εξουσίας εντελώς ξεκομμένα από το ευρύτερο ζήτημα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, με ότι αυτό συνεπάγεται ( εργατικό κράτος με τους θεσμούς του, δικτατορία του προλεταριάτου κ.λ.π). Αντίθετα με τέτοιες απόψεις η στρατηγική των μπολσεβίκων πάνω στο ζήτημα της επανάστασης ποτέ δεν έχανε από τα μάτια του την υπαγωγή του επιμέρους στόχου (κατάκτηση της εξουσίας) στον ευρύτερο (οικοδόμηση εργατικού κράτους και εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου).
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι ο ανταρτοπόλεμος σαν μέθοδος πάλης δεν είναι a priori απορριπτέος. Και ο κόκκινος στρατός κατά την διάρκεια της ρώσικης επανάστασης εφάρμοσε τακτικές ανταρτοπολέμου. Εκείνο όμως που αποτελεί την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στους μπολσεβίκους και τους ανταρτιστές είναι ότι ενώ για τους μπολσεβίκους είναι μία δευτερεύουσα μορφή πάλης για τους ανταρτιστές γίνεται κυρίαρχη. Για τους μπολσεβίκους κυρίαρχη πρέπει να είναι η κινητοποίηση της εργατικής τάξης. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο αντιλήψεις δεν είναι ποσοτικού χαρακτήρα (λιγότερος ή περισσότερος ανταρτοπόλεμος) αλλά αγγίζει το βαθύτερο ζήτημα του ποιο είναι το επαναστατικό υποκείμενο και τι σημαίνει αυτό.
Και οι δύο σχολές του ανταρτισμού χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι δεν θέτουν στο επίκεντρο της επαναστατικής διαδικασίας την εργατική τάξη. Για τους μεν μαοϊκούς φορέας της επανάστασης είναι ο αντάρτικος στρατός, ο οποίος, αν και απαρτίζεται από άνδρες, αγροτικής κυρίως καταγωγής αποτελεί μία ξεχωριστή δύναμη, η οποία καμία οργανική σχέση δεν έχει με την εργατική τάξη και τις οργανώσεις της. Για τους δε γκεβαριστές το κύριο βάρος της επαναστατικής διαδικασίας το φέρει η αντάρτικη φάλαγγα η οποία επίσης χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι τα μέλη της ανεξάρτητα της ταξικής τους προέλευσης δρουν ξεκομμένα από τις οργανώσεις της εργατικής τάξης. Αυτό το στοιχείο είναι επαρκές για να χαρακτηρίσει τις ανταρτίστικες οργανώσεις ως μικροαστικές και όχι σαν εργατικές. Αυτός τους ο πολιτικός χαρακτήρας είναι που αποτελεί και το όριο της στρατηγικής τους.
Ειδικότερα για τους γκεβαριστές η πρόθεση τους να αποκτήσουν ερείσματα μέσα στην εργατική τάξη των χωρών στις οποίες δρουν αντιμετωπίζεται πολλές φορές ως η απόδειξη περί του αντιθέτου. Η αλήθεια είναι ότι οι γκεβαρικές οργανώσεις επιδιώκουν την οικοδόμηση τους ανάμεσα στην εργατική τάξη, και αυτό επειδή και η εργατική κινητοποίηση είναι μία από τις σημαντικές μορφές πάλης στην στρατηγική τους. Παρόλα αυτά η οικοδόμηση τους μέσα στην τάξη υποτάσσεται στις ανάγκες του αντάρτικου αγώνα ο οποίος προτάσσεται ως πρώτη προτεραιότητα. Έτσι. πρακτικά, ήταν κάτι παραπάνω από συνηθισμένο πρωτοπόροι αγωνιστές εργάτες που είχαν κερδισθεί από γκεβερίστικες οργανώσεις να απομακρύνονται από την τάξη τους για να στελεχώσουν την αντάρτικη φάλαγγα. Αυτό ακριβώς γιατί η κινητοποίηση της εργατικής τάξης, στην γκεβαρίστικη στρατηγική, αποτελεί δευτερεύον στοιχείο.
Πάγια θέση των μπολσεβίκων είναι ότι η σοσιαλιστική επανάσταση μπορεί να γίνει μόνο από την εργατική τάξη και όχι από υποκαταστάτες της. Αυτή η άποψη δεν αποτελεί μία ομολογία σε ένα ξεπερασμένο δόγμα όπως έχει κατηγορηθεί συχνά αλλά την συμπύκνωση μίας ολόκληρης αντίληψης. Είναι θέση που έρχεται από τον Μαρξ ότι η μόνη κοινωνική δύναμη η οποία έχει ιστορικό συμφέρον από την έλευση της σοσιαλιστικής κοινωνίας είναι η εργατική τάξη. Αυτή η αντίληψη είναι που στρέφει και τους κομμουνιστές στην δράση μέσα στην εργατική τάξη ώστε διαμορφώνοντας επαναστάτες εργάτες να οδηγηθεί η τάξη στην ιστορική της αποστολή. Αυτή η αντίληψη δεν σημαίνει όπως πρακτικίστικα σπεύδουν πολλοί να συμπεράνουν ότι για τους κομμουνιστές η εργατική τάξη είναι η μόνη κοινωνική δύναμη που μπορεί να ανατρέψει ένα διαφθαρμένο και σάπιο αστικό καθεστώς. Είναι όμως η μόνη ικανή αυτή την διαδικασία που κλιμακώνεται με την ανατροπή ενός σάπιου αστικού καθεστώτος να την πάει ακόμα παραπέρα, τσακίζοντας το αστικό κράτος και τους θεσμούς του και στήνοντας στην θέση τους τα δικά της όργανα, τους δικούς της θεσμούς, το δικό της κράτος, το εργατικό κράτος, και να το υπερασπίσει από τον κίνδυνο του γραφειοκρατικού εκφυλισμού. Όλα αυτά αποτελούν μία αλυσίδα από σημαντικές μάχες στην πορεία προς τον σοσιαλισμό την επιτυχή διεξαγωγή των οποίων μπορεί να εγγυηθεί μόνο μία εργατική τάξη στην οποία οι κομμουνιστικές ιδέες έχουν ριζώσει για τα καλά, και που έχει ανυψωθεί σε εκείνο το επίπεδο ώστε να διεξάγει μία σοσιαλιστική επανάσταση. Το παράδειγμα της ρώσικης επανάστασης επιβεβαιώνει και από την θετική αλλά και από την αρνητική πλευρά αυτή την αλήθεια. Η ρωσική εργατική τάξη, η οποία διεξήγαγε την ρώσικη επανάσταση κατάφερε να φέρει σε πέρας το πλήθος αυτών των καθηκόντων. Το γεγονός ότι όντας αριθμητικά περιορισμένη εξοντώθηκε βιολογικά σχεδόν στο σύνολο της κατά την διάρκεια του εμφυλίου απετέλεσε καθοριστικό παράγοντα για τον μετέπειτα σταλινικό εκφυλισμό.
Η βασική αντίληψη του ανταρτισμού που δεν βλέπει την εργατική τάξη ως το υποκείμενο διεξαγωγής της επανάστασης αποσυνδέει το ζήτημα κατάκτησης της εξουσίας από το ευρύτερο ζήτημα εγκαθίδρυσης του εργατικού κράτους και οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Έτσι είναι κάτι παραπάνω από εύκολο οι μικροαστικές ανταρτίστικες ηγεσίες να οπορτουνίζουν στους στόχους στους και να παραιτούνται από όποια αξίωση γκρεμίσματος του αστικού κράτους. Άλλωστε ακόμη και αν αποτελεί το γκρέμισμα του αστικού κράτους και η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού διακηρυγμένο πολιτικό στόχο τέτοιων κινημάτων, αυτό το καθήκον αντιμετωπίζεται ξεκομμένα από την συνολική στρατηγική τους. Στην πραγματικότητα, παρά το αγωνιστικό προφίλ τους, οι ηγεσίες των ανταρτίστικων κινημάτων, ακριβώς εξαιτίας του μικροαστικού χαρακτήρα τους έχουν την τάση να τείνουν κοντύτερα προς τους γραφειοκράτες ή τους αστούς παρά προς τους επαναστάτες. Τόσο η περίπτωση του Κάστρο στην Κούβα, όπου παρά την σφοδρή κριτική του στους σοβιετικούς γραφειοκράτες συγχρονίστηκε μαζί τους, όσο και η περίπτωση των Σαντινίστας στην Νικαράγουα αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Σήμερα, σε μία περίοδο που έχει ακολουθήσει την διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ και την κατάρρευση των λοιπών ανατολικών καθεστώτων η τάση τέτοιων κινημάτων είναι να παραιτούνται από όποια αξίωση για την οικοδόμηση σοσιαλισμού. Η περίπτωση τόσο του PKK στην Τουρκία όσο και των Ζαπατίστας στο Μεξικό, δύο κινημάτων με τόσο διαφορετική πολιτική κουλτούρα το αποδεικνύει.

ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΊΔΙ...
Από όσα ειπώθηκαν είναι φανερό πως ο ανταρτισμός δεν έχει καμία σχέση με τις πολιτικές αντιλήψεις του μπολσεβικισμού. Πάντα η υιοθέτηση του ήταν επιζήμια για το εργατικό κίνημα και την τάξη διεθνώς μιας και δημιουργόντουσαν εκφυλισμένα καθεστώτα με μαρξιστική φρασεολογία( Κούβα, Κίνα) με την αποτυχία τους φαινομενικά απέτυχε και το μοντέλο του σοσιαλισμού στα μάτια του κόσμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου