“Poner el de arriba abajo y del abajo arriba”.
Αbraham Guillen
«Να γίνουν οι πρώτοι τελευταίοι και οι τελευταίοι πρώτοι».
Αμπραχάμ Γκιγιέν
«Ελβετία» της Νοτίου Αμερικής
Μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του εξήντα η Ουρουγουάη είχε τη
φήμη του κατ’ εξοχήν ευνομούμενου κράτους της Νοτίου Αμερικής. Οι
κυβερνήσεις εναλλάσσονταν στην εξουσία χωρίς αιματοχυσία και σύμφωνα με
τα συνταγματικά πρότυπα της ομαλής διαδοχής. Το βιοτικό επίπεδο του
μέσου Ουρουγουανού πολίτη ήταν το υψηλότερο στη Λατινική Αμερική και τα
εργασιακά του δικαιώματα προστατεύονταν από προοδευτικούς νόμους και
διατάξεις. Από την εποχή της προεδρίας του Χοσέ Μπατλ Ορντόνιεζ
(1903-1915), στην Ουρουγουάη είχε θεσμοθετηθεί το οκτάωρο, ο εγγυημένος
κατώτατος μισθός, το επίδομα ανεργίας και οι άδειες μετ’ αποδοχών.
Επιπλέον, ο Ορντόνιεζ συμπεριέλαβε στο μεταρρυθμιστικό του έργο και την
αναμόρφωση των κοινωνικών ηθών. Κατά τη διάρκεια της θητείας του,
εισήγαγε νομοθεσία που νομιμοποιούσε το διαζύγιο, περιόριζε την επιρροή
της Καθολικής Εκκλησίας στην κοινωνική ζωή της χώρας και κατοχύρωνε την
ανεξαρτησία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων έναντι του Κράτους. Για πενήντα
χρόνια, η Ουρουγουάη πορεύτηκε σύμφωνα με τις βασικές αρχές της
φιλελεύθερης μεταρρύθμισης του Ορντόνιεζ και κατάφερε να εξελιχθεί σε
ένα πρότυπο έθνος αστών. Πλούσιο, φιλήσυχο και ασφαλές.
|
άμπραχαμ γκιγίεν |
|
Όμως κάτω από αυτή την επίφαση ευημερίας και ομαλότητας ελλόχευε το
σαθρό οικονομικό υπόβαθρο του Ουρουγουανικού κράτους. Οι αποικιοκράτες
ιδρυτές της χώρας δεν προέβλεψαν να εφοδιάσουν το μικρό αυτό κράτος με
πλουτοπαραγωγικές πηγές. Η παντελής έλλειψη φυσικών πόρων είχε σαν
αποτέλεσμα την υπερβολική εξάρτηση της εθνικής οικονομίας από τις
εξαγωγές κτηνοτροφικών προϊόντων και ειδικότερα μαλλιού και βοδινού
κρέατος. Οι γενναιόδωρες κοινωνικές παροχές χρηματοδοτούνταν από τα
έσοδα του εξαγωγικού εμπορίου κρέατος και η ικανότητα της εκάστοτε
κυβέρνησης να ανταπεξέλθει στις στοιχειώδεις οικονομικές υποχρεώσεις της
έφθινε ή ενισχυόταν σε συνάρτηση με τις διακυμάνσεις των τιμών των
κτηνοτροφικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές. Επιπλέον, η δημιουργία
μιας πολυπληθούς μεσαίας τάξης που, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κράτη της
Λατινικής Αμερικής, αποτελούσε την μεγαλύτερη κοινωνική ομάδα στην
Ουρουγουάη, είχε επιτευχθεί με τεχνητά μέσα και δεν ήταν προϊόν μιας
ουσιαστικής άμβλυνσης των ανισοτήτων μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Η
μεσαία τάξη στην Ουρουγουάη όφειλε την ύπαρξη της σε έναν τεράστιο
κρατικό μηχανισμό που λειτουργούσε ως ο αποκλειστικός εργοδότης για το
μεγαλύτερο κομμάτι του εργατικού δυναμικού της χώρας. Με άλλα λόγια, η
εγχώρια αστική τάξη δεν είχε την οικονομική αυτοτέλεια που απορρέει από
την ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά βασιζόταν στις κρατικές
εισφορές για να μπορέσει να διατηρήσει τις πολυτέλειες που περιλαμβάνει ο
αστικός τρόπος ζωής.
Είναι προφανές ότι ο ανορθολογικός τρόπος οργάνωσης της οικονομικής
ζωής δεν ήταν δυνατό να διατηρηθεί για πολύ, αφού η παραμικρή κρίση στα
δημοσιονομικά του Κράτους μπορούσε αυτόματα να πυροδοτήσει μια κοινωνική
κρίση τεραστίων διαστάσεων. Όταν οι διεθνείς τιμές του μαλλιού και του
κρέατος κατέρρευσαν έπειτα από τον πόλεμο της Κορέας, η εξαρτημένη
οικονομία της Ουρουγουάης βρέθηκε σε ελεύθερη πτώση. Το Κράτος
αντιμετώπισε οξύ οικονομικό πρόβλημα. Αδυνατούσε να πληρώσει επιδόματα
και συντάξεις ενώ η καταβολή των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων
καθυστερούσε για μήνες. Η κυβέρνηση κατέφυγε στην μέθοδο του εξωτερικού
δανεισμού ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις άμεσες ανάγκες της. Από
το 1960 έως το 1965 το εξωτερικό χρέος της χώρας διπλασιάστηκε και το
εθνικό της νόμισμα υποτιμήθηκε επτά φορές. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
επέβαλε το άνοιγμα της Ουρουγουανικής οικονομίας στην διείσδυση του
Αμερικανικού κεφαλαίου και την εφαρμογή προγραμμάτων λιτότητας και
δημοσιονομικής πειθαρχίας για την μείωση του δημοσίου ελλείμματος. Οι
άλλοτε πειθήνιοι και εφησυχασμένοι Ουρουγουανοί θορυβήθηκαν και
αποφάσισαν να αντισταθούν. Έβλεπαν τις συνθήκες διαβίωσης τους να
χειροτερεύουν καθημερινά, τις κοινωνικές παροχές τους να μειώνονται και
το Κράτος να προδίδει τις σοσιαλδημοκρατικές αρχές της «ειρηνικής
επανάστασης» του Ορντόνιεζ, προσφεύγοντας ολοένα και συχνότερα στη
συστηματική χρήση βίας κατά των εργαζομένων. Μέσα σε αυτό το κλίμα του
επερχόμενου ταξικού πολέμου, έκαναν την εμφάνιση τους οι αντάρτες πόλεων
ΜLN-Τουπαμάρος.
«Για τη Γη και με τον Σεντίκ»
Η επαναστατική οργάνωση των Τουπαμάρος ήταν δημιούργημα του
ριζοσπάστη βουλευτή του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ουρουγουάης Ραούλ Σεντίκ
και του εξόριστου Ισπανού αναρχικού Αμπραχάμ Γκιγιέν. Στα 1960, ο Σεντίκ
αποφάσισε να απαρνηθεί τον τίτλο του κοινοβουλευτικού αντιπροσώπου και
αναχώρησε για τις υποβαθμισμένες, αγροτικές περιοχές της Αρτίγκα στο
απομακρυσμένο Βόρειο τμήμα της χώρας, όπου θα προσπαθούσε να
δημιουργήσει ένα επαναστατικό κίνημα μεταξύ των ακτημόνων αγροτών και
των φτωχών μικροκαλλιεργητών ζάχαρης, κατά τα πρότυπα της Κουβανικής
επανάστασης. Υπό την καθοδήγηση του έμπειρου σοσιαλιστή πολιτικού, οι
αγρότες της Αρτίγκα ένωσαν τις δυνάμεις τους για να αντισταθούν στη
χρόνια υπανάπτυξη του Βορρά και να διεκδικήσουν καλύτερες συνθήκες
εργασίας. Ο Σεντίκ, μαζί με τον επιστήθιο φίλο του Ροντρίγκεζ Μπελέτι
ίδρυσαν για πρώτη φορά ένα μαχητικό συνδικαλιστικό όργανο που συσπείρωνε
στις τάξεις του τους μικροκαλλιεργητές ζάχαρης, την «Ένωση Εργατών
Ζάχαρης της Αρτίγκα» (UTAA). Απαίτησαν την κρατική απαλλοτρίωση των
ακαλλιέργητων εκτάσεων, την αναδιανομή τους στους ακτήμονες αγρότες και
την αποστολή στην περιοχή κυβερνητικού επιθεωρητή που θα επέβλεπε την
εφαρμογή του οκτάωρου και την καθιέρωση κατώτατου μισθού για τους
εργάτες γης που δούλευαν στα αγροκτήματα των αστών μεγαλοτσιφλικάδων.
Αρχικά τα αιτήματα της UTAA έτυχαν ευνοϊκής αντιμετώπισης από τον
Υπουργό Εσωτερικών Στοράσε Αρόζα. Η κρατικοποίηση όμως των γαιών έθιγε
άμεσα τα οικονομικά συμφέροντα της πανίσχυρης τάξης των
μεγαλογαιοκτημόνων, ενώ ζημίωνε και τις Αμερικανικές εταιρείες ζάχαρης
που είχαν περιουσιακά στοιχεία στη χώρα, όπως η CAINSA. Η κυβέρνηση
βρέθηκε αμέσως υπό αφόρητη πίεση να αποσύρει τη στήριξη που παρείχε στο
σχέδιο αγροτικής μεταρρύθμισης του Σεντίκ και η UTAA δεν έλαβε τίποτα
άλλο από υποσχέσεις. Ως απάντηση και για να σπάσουν τη γεωγραφική και
ιδεολογική απομόνωσή τους οι ηγέτες της UTAA οργάνωσαν την «Πορεία προς
το Μοντεβίδεο» ή «Πορεία των Μαλλιαρών». Οι αγρότες διένυσαν με τα πόδια
μια απόσταση 250 χιλιομέτρων από την επαρχία Αρτίγκας μέχρι το
Μοντεβίδεο περνώντας μέσα από τις πόλεις και τα χωριά της Ουρουγουανής
υπαίθρου. Σε κάθε πόλη που σταματούσαν διοργάνωναν μαζικές εκδηλώσεις
και σεμινάρια πληροφόρησης για τον τοπικό πληθυσμό προσπαθώντας να
προσεταιριστούν την κοινή γνώμη και να δημιουργήσουν έναν συνασπισμό
κοινωνικών δυνάμεων γύρω από τα αιτήματα τους. Τέλος, την 1
η
Μάη του 1962, η φάλαγγα των αγροτών εισήλθε στα περίχωρα του Μοντεβίδεο
ψέλνοντας ρυθμικά το αγωνιστικό σλόγκαν της UTAA, «Για τη Γη και με τον
Σεντίκ». Εκεί ενώθηκαν με ριζοσπάστες φοιτητές και προχώρησαν στη
συμβολική κατάληψη των γραφείων της CAINSA στην πρωτεύουσα. Στη συνέχεια
κατευθύνθηκαν προς το Προεδρικό Μέγαρο το οποίο προστατευόταν από το
σώμα της έφιππης αστυνομίας των Μητροπολιτικών Φρουρών. Όταν οι
διαδηλωτές θέλησαν να επιδώσουν ψήφισμα διαμαρτυρίας στα χέρια του ίδιου
του Προέδρου Αρέκο, η αστυνομία τους παρεμπόδισε με συνέπεια να
ξεσπάσουν συγκρούσεις. Αγρότες και φοιτητές προσπάθησαν να αμυνθούν με
πέτρες, ξύλα και βόμβες μολότοφ αλλά μπροστά στην ορμή των έφιππων δεν
είχαν τύχη. Μέσα σε λίγη ώρα το πλήθος είχε διασκορπιστεί και η
διαδήλωση είχε κατασταλεί βιαίως. Αντί του διαλόγου και της ειρηνικής
διαπραγμάτευσης με την UTAA η κυβέρνηση είχε επιλέξει τη βίαιη διάλυση
του αγροτικού κινήματος. Μια ημέρα μετά τα έκτροπα, η Εκτελεστική
Επιτροπή της UTAA εξέδωσε μια οργισμένη ανακοίνωση: «Απορρίπτουμε τον
διάλογο με αυτούς που μας κυβερνούν…Η ολιγαρχία είναι έτοιμη να
υπερασπιστεί τα προνομία της με αίμα και φωτιά…Θα ήταν αυτοκτονία εάν
συνεχίζαμε να εμπιστευόμαστε την άρχουσα τάξη. Δεν ελπίζουμε πια ότι
μπορούμε να πετύχουμε οτιδήποτε μέσα από τον διάλογο και τον συμβιβασμό.
Πρέπει να πολεμήσουμε!». Το κείμενο τελείωνε με την επανάληψη της
πολεμικής κραυγής των εξεγερμένων αγροτών: «Για τη Γη και με τον
Σεντίκ!».
Η ζούγκλα του άστεως
Το μοντέλο του ανταρτοπολέμου βασίζεται στη θεωρία της «επαναστατικής
εστίας» που πρώτος διατύπωσε ο Τσε Γκεβάρα. Σύμφωνα με τον Τσε, η
επανάσταση μπορεί να πραγματοποιηθεί από μια ομάδα αποφασισμένων μαχητών
με στρατιωτική κατάρτιση και ισχυρά πολιτικά κίνητρα που διεξάγει
παρατεταμένο ανταρτοπόλεμο κατά των κυβερνητικών δυνάμεων. Εάν η ομάδα
καταφέρει να επιβιώσει για ικανό χρονικό διάστημα και να προκαλέσει
φθορά στα στρατεύματα της κυβέρνησης θα αποδείξει στον πληθυσμό ότι η
ένοπλη αντίσταση κατά του καθεστώτος είναι εφικτή. Ο λαός θα προσχωρήσει
στις γραμμές τους και θα αποτελέσει τον κορμό του μελλοντικού λαϊκού
απελευθερωτικού στρατού που θα καταλάβει την εξουσία.
|
αντάρτες της Κούβας |
|
Τα τακτικά μειονεκτήματα του αντάρτικου στρατού όπως ο μικρός αριθμός
μαχητών ή ο ελλιπής οπλισμός τους, μπορούν να αντισταθμιστούν από τη
συνετή επιλογή του πεδίου των εχθροπραξιών. Ο Τσε πίστευε πως η ύπαιθρος
ή η λατινοαμερικανική ζούγκλα ήταν το καταλληλότερο περιβάλλον για τη
διεξαγωγή ανταρτοπολέμου, αφού εξασφάλιζε στους επαναστάτες φυσική
κάλυψη, ευχέρεια στις μετακινήσεις, και το σημαντικότερο, την υποστήριξη
του τοπικού αγροτικού πληθυσμού ο οποίος λόγω της φτώχειας και των
καθημερινών του στερήσεων ήταν ευνοϊκά προδιατεθειμένος απέναντι σε κάθε
προσπάθεια για επαναστατική αλλαγή. Ο αντάρτης όφειλε πάντα να διατηρεί
την πρωτοβουλία στο πεδίο των μαχών, επιλέγοντας εκείνος την τοποθεσία
και τη χρονική συγκυρία της αντιπαράθεσης του με τον αντίπαλο. Έτσι
μπορούσε να πολεμά πάντα κάτω από ευνοϊκές συνθήκες και να καταγάγει
μικρές αλλά συνεχόμενες νίκες έναντι του υπέρτερου εχθρού. Παράλληλα,
χρησιμοποιώντας τα όπλα που κατέσχεσε από τις νικημένες δυνάμεις του
εχθρού όφειλε να εξοπλίζει συνεχώς νεοσύλλεκτους εθελοντές μέχρι να
δημιουργήσει ισχυρό στρατό που θα μπορούσε να αναμετρηθεί κατά μέτωπο με
το τακτικό στράτευμα.
Ο Τσε πίστευε τόσο πολύ στη θεωρία του που ήταν πρόθυμος να πεθάνει
γι’ αυτήν. Το 1967 μετέβη στη Βολιβία επικεφαλής μιας ομάδας βετεράνων
πολεμιστών για να εγκαταστήσει μια επαναστατική βάση στην καρδιά της
Βολιβιανής ζούγκλας. Η απόπειρα όμως απέτυχε οικτρά. Ο Τσε
αιχμαλωτίστηκε και δολοφονήθηκε από τον Βολιβιανό στρατό, ενώ η
αντάρτικη ομάδα του εξολοθρεύτηκε. Ο θάνατος του προκάλεσε μεγάλο
συναισθηματικό αντίκτυπο στους οπαδούς του και οδήγησε στην ανάδειξη
μιας νέας γενιάς θεωρητικών όπως ο Γάλλος Ρεζίς Ντεμπραί ή ο Ισπανός
Αμπραχάμ Γκιγιέν που ισχυρίζονταν πως τα διδάγματα της Κουβανικής
επανάστασης δεν είχαν οικουμενική αξία και ότι εφεξής οι ένοπλες
επαναστατικές οργανώσεις όφειλαν να μεταφέρουν τη δράση τους στις
χαοτικές μητροπόλεις της Λατινικής Αμερικής, την «ζούγκλα από τσιμέντο»,
όπως συνήθιζε να τις αποκαλεί ο Γκιγιέν.
Ο Τσε πίστευε πως οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στην πόλη ήταν
δευτερευούσης σημασίας και στη συνολική στρατηγική του αντάρτικου είχαν
ρόλο επικουρικό, όπως το να απασχολούν μονάδες του στρατού αποσπώντας
τις από το κυρίως μέτωπο του πολέμου που ήταν η ύπαιθρος. Αντίθετα,
Ντεμπραί και Γκιγιέν ήταν πεπεισμένοι πως η μεγαλούπολη συνιστούσε το
ιδανικό περιβάλλον για την εξαπόλυση ανταρτοπολέμου. Οι
πυκνοκατοικημένες φτωχογειτονιές του Ρίο ή του Μοντεβίδεο πρόσφεραν στον
αντάρτη πόλεων μια πληθώρα στρατηγικών στόχων αλλά και ένα ασφαλές
περιβάλλον μέσα στο οποίο μπορούσε να κινηθεί και να λειτουργήσει.
Επιπλέον, του εξασφάλιζαν την ιδεολογική όσο και φυσική εγγύτητα με
εκείνη την κοινωνική τάξη που κατέχει τα πιο ανεπτυγμένα επαναστατικά
ένστικτα, το προλεταριάτο των πόλεων. Τέλος, από τις πόλεις οι μαχητές
μπορούσαν να παρακολουθούν την πολιτική διαδικασία και να παρεμβαίνουν
ενεργά στους αγώνες της εργατικής τάξης αντί να αποξενώνονται μαχόμενοι
σε κάποια μοναχική βουνοκορφή μακριά από τον πολιτισμό.
Όπως στον ανταρτοπόλεμο της υπαίθρου, τελικός στόχος του αντάρτικου
πόλης είναι η ανατροπή του καθεστώτος. Αυτό όμως δεν θα μπορούσε να
συμβεί μέσα από τη δημιουργία ενός τακτικού λαϊκού στρατού που θα
εφορμούσε από την ύπαιθρο για να περικυκλώσει τις πόλεις. Η θεωρία του
αντάρτικου πόλης προβλέπει ότι το τελικό χτύπημα στο καθεστώς θα δοθεί
μέσα στις μητροπόλεις και θα είναι συνδυασμός δύο παραγόντων: α) μιας
συντονισμένης λαϊκής εξέγερσης και, β) μιας αστραπιαίας επίθεσης των
ανταρτών στα νευραλγικά σημεία της Κρατικής εξουσίας. Το αντάρτικο
πόλεων είναι λοιπόν μια αιρετική θεωρία από την πλευρά της στρατιωτικής
τακτικής, αφού πουθενά δεν προτάσσει τον σχηματισμό συμβατικού στρατού
ως απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάκτηση της εξουσίας. Άντ’ αυτού
ισχυρίζεται πως αυτό είναι δυνατό να γίνει μέσα από τη δράση μιας
σφριγηλής πολιτικοστρατιωτικής οργάνωσης που την ύστατη ώρα θα
λειτουργήσει ως η δύναμη κρούσης των επαναστατημένων μαζών στην επίθεση
εναντίον του Κράτους.
Σεντίκ και Γκιγιέν
Έπειτα από την αποτυχία της «Πορείας προς το Μοντεβίδεο» οι ηγέτες
της UTAA αναθεώρησαν τις απόψεις τους σχετικά με το πώς θα μπορούσε να
επιλυθεί το αγροτικό ζήτημα στην Ουρουγουάη. Σύμφωνα με τη νέα αντίληψη
το αγροτικό πρόβλημα δεν ήταν δυνατό να διευθετηθεί χωρίς την
ολοκληρωτική ανατροπή του καθεστώτος, την κατάργηση του καπιταλιστικού
συστήματος και την αντικατάσταση του από μια οικονομία με σοσιαλιστικά
χαρακτηριστικά. Για αυτό το σκοπό, σε μυστική συνεδρίαση που έλαβε χώρα
γύρω στο 1963 η ολομέλεια της UTAA αποφάσισε την ίδρυση της μυστικής
επαναστατικής οργάνωσης «Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (MLN)-Τουπαμάρος»
και την έναρξη προετοιμασιών για την διεξαγωγή ανταρτοπολέμου στις
αγροτικές περιοχές της Αρτίγκας και του Παϊσάντου. Ο Σεντίκ ήταν
θαυμαστής του Γκεβάρα και οραματιζόταν την επανάληψη του Κουβανικού
μοντέλου της επανάστασης στην Ουρουγουάη.
Το εγχείρημα όμως αμέσως προσέκρουσε σε πρακτικές δυσκολίες. Ο
ανταρτοπόλεμος της υπαίθρου είναι μια μορφή πολέμου που χρειάζεται την
ύπαρξη συγκεκριμένων γεωγραφικών συνθηκών για να τελεσφορήσει. Η
μορφολογία της υπαίθρου στη Βόρεια Ουρουγουάη δεν περιλάμβανε ζούγκλες,
δασώδεις εκτάσεις ή απομονωμένα ορεινά ορμητήρια απ’ όπου ένας
αντάρτικος στρατός θα μπορούσε να πραγματοποιεί επιθέσεις και να
οπισθοχωρεί με σχετική ασφάλεια. Το έδαφος στις περιοχές αυτές είναι
επίπεδο και με αραιή βλάστηση. Επίσης, είναι εξαιρετικά
αραιοκατοικημένο, γεγονός που δυσχέραινε τις προσπάθειες ανεφοδιασμού
των ανταρτών από τον τοπικό πληθυσμό.
Ο άνθρωπος που διέγνωσε πρώτος τις δυσκολίες μιας υπαίθριας
εκστρατείας ήταν ο Αμπραχάμ Γκιγιέν. Ο Γκιγιέν ήταν Ισπανός πολιτικός
πρόσφυγας και βετεράνος του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου στον οποίο είχε
πολεμήσει με το μέρος των αναρχικών. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του
στη Νότιο Αμερική είχε σχετιστεί με διάφορα ένοπλα επαναστατικά κινήματα
σε Αργεντινή, Βραζιλία και Περού στα οποία μετείχε είτε ως ενεργός
μαχητής, είτε ως στρατηγικός ιθύνων νους. Ήταν σφοδρός πολέμιος της
Γκεβαρικής θεωρίας της «επαναστατικής εστίας», την οποία θεωρούσε
δυνητικά αυταρχική, ελιτιστική και ουσιαστικά ανεφάρμοστη αφού πρέσβευε
την μηχανιστική επανάληψη ενός πανομοιότυπου μοντέλου επαναστατικής
δράσης σε χώρες με εμφανώς διαφορετικές πολιτικές, οικονομικές και
κοινωνικές συνθήκες. Ο Γκιγιέν επίσης απέρριπτε τη θέση του Τσε περί
πρωτοκαθεδρίας της υπαίθρου στον επαναστατικό αγώνα. Επεξεργάστηκε μια
εναλλακτική θεωρία του ανταρτοπολέμου στην οποία υποστήριζε ότι σε έναν
καθαρά αστικοποιημένο πολιτισμό όπως είναι ο καπιταλιστικός, οι
σημαντικές πολιτικές μάχες δεν μπορούσαν να δίνονται μακριά από τα
αστικά κέντρα. Η διαφωνία του όμως δεν περιοριζόταν μόνο σε θέματα
τακτικής, αλλά επεκτεινόταν και σε ζητήματα ιδεολογίας και πολιτικής
ουσίας. Αντίθετα με τους λενινιστές οπαδούς του κρατικού σοσιαλισμού, ο
αναρχικός διανοούμενος πρότεινε ένα μοντέλο σοσιαλιστικής
αυτοδιαχείρισης πιο κοντά στα αναρχικά πρότυπα των ελεύθερων
επαγγελματικών ενώσεων.
|
ραούλ σέντικ |
|
Οι ιδέες του Γκιγιέν άσκησαν μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση της
στρατηγικής των Τουπαμάρος κατά το αρχικό στάδιο της εκστρατείας τους. Ο
Ισπανός κατείχε το πόστο του συμβούλου στρατηγικού σχεδιασμού της
οργάνωσης και είχε ενεργή συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων που επηρέασαν
αποφασιστικά το στρατιωτικό σκέλος της εξέγερσης. Οι πολιτικές απόψεις
του όμως για έναν ελευθεριακό σοσιαλισμό βασισμένο στην άμεση δημοκρατία
δεν βρήκαν απήχηση στα ανώτατα όργανα της ιεραρχίας των Τουπαμάρος που
σε μεγάλο βαθμό απαρτίζονταν από σκληροπυρηνικούς μαρξιστές-λενινιστές
τύπου Σεντίκ. Η εισήγηση του Γκιγιέν για τη συγκρότηση ενός παλλαϊκού
μετώπου καταπιεσμένων ενάντια στους καταπιεστές δεν εισακούστηκε από την
ηγεσία της οργάνωσης που παρέμεινε προσκολλημένη στην ιδέα της
επαναστατικής πρωτοπορίας. Ο Σεντίκ και οι υπόλοιποι Γκεβαριστές
επιδίωκαν να συνενώσουν τις δυνάμεις της Αριστεράς μέσω του ένοπλου
αγώνα, αλλά ταυτόχρονα επέμεναν ότι οι αντάρτες όφειλαν να έχουν
ηγεμονικό ρόλο στον μελλοντικό επαναστατικό συνασπισμό. Η εμμονή αυτή
στην υπεροχή των όπλων έμελλε να κοστίσει πολιτικά στους Τουπαμάρος και
υπονόμευσε μακροπρόθεσμα την προσπάθεια τους να τεθούν επικεφαλής ενός
ευρέος φάσματος κοινωνικών δυνάμεων ικανού να ανατρέψει το καθεστώς στην
Ουρουγουάη και να κάνει την επανάσταση.
Οργάνωση και Υποδομές
Το οργανωτικό μοντέλο των Τουπαμάρος συνδύαζε ένα κάθετο ιεραρχικό
σύστημα που χρησίμευε ως διοικητικός μηχανισμός για τα ανώτερα κλιμάκια
της οργάνωσης, με μια οριζόντια αποκεντρωμένη δομή που συνιστούσε το
οργανωτικό πλαίσιο των επιχειρησιακών πυρήνων των μαχητών. Η ιεραρχική
δομή εξυπηρετούσε στη διαμόρφωση της γενικής πολιτικής γραμμής του
κινήματος και επέτρεπε στην Εκτελεστική Επιτροπή του MLN να συντονίζει
τις επιθέσεις των αυτοδύναμων «Ομάδων Πυρός» και να ασκεί πολιτικό
έλεγχο επί των στρατιωτικών ενεργειών τους. Αντίθετα, οι επιχειρησιακοί
πυρήνες ήταν ενταγμένοι σε ένα οριζόντιο οργανωτικό δίκτυο και
χωρίζονταν σε «Ομάδες» (4-5 μαχητές), «Λόχους» (40-5 μαχητές) και
«Φάλαγγες» (100-120 μαχητές), με τη μεγαλύτερη αντάρτικη δύναμη
στρατηγικά τοποθετημένη στο Μοντεβίδεο. Τα επιχειρησιακά δίκτυα του MLN
ήταν σχεδιασμένα σύμφωνα με την αρχή της «στεγανοποίησης» που υπαγόρευε
πως καμία ομάδα μαχητών δεν έπρεπε να κατέχει γνώσεις και πληροφορίες
σχετικά με άλλες μάχιμες μονάδες της οργάνωσης, ακόμη και αν οι δυο
ομάδες ανήκαν στην ίδια Φάλαγγα. Η κάθε ομάδα όφειλε να διαθέτει
αυτοτελή μηχανισμό διοικητικής μέριμνας, αλλά και ανεξάρτητα δίκτυα
στρατολόγησης, πληροφοριών και συμπαθούντων. Όπως έγραφε ένα έντυπο που
κυκλοφόρησαν οι Τουπαμάρος το 1971, η στεγανοποίηση ήταν «για τον
αντάρτη πόλεων ότι είναι μια μυστική βάση μέσα στη ζούγκλα για τον
αγωνιστή της υπαίθρου». Το σκεπτικό πίσω από αυτή την μορφή οργάνωσης
ήταν ότι εάν το Κράτος κατάφερνε να εξαρθρώσει έναν ή δύο πυρήνες
ανταρτών, οι υπόλοιποι πυρήνες θα έμεναν ανέπαφοι, χωρίς η ικανότητα
τους να δρουν και να αναπαράγονται μονομερώς να θίγεται σημαντικά.
Εκτός από το στρατιωτικό σκέλος, το MLN ανέπτυξε και νόμιμη πολιτική
δραστηριότητα με σκοπό να δημιουργήσει ένα μαζικό κίνημα λαϊκής
υποστήριξης γύρω από την ένοπλη πάλη. Η UTAA και τα συνδικάτα των
μικροκαλλιεργητών και των εργατών γης του Βορρά ήταν οι κυριότερες
μαζικές οργανώσεις που συντάχθηκαν με τους αντάρτες και επιχείρησαν να
μεταφέρουν τις θέσεις και τις απόψεις τους στο εργατικό κίνημα. Οι
«Επιτροπές Υποστήριξης Τουπαμάρος» (CAT) ήταν ένας ξεχωριστός πολιτικός
θεσμός που εγκαινιάσθηκε από το MLN για την προπαγάνδιση των θέσεων των
ανταρτών στο εργοστάσιο, στο παν/μιο, στο σχολείο και αλλού. Οι
οργανώσεις αυτές με τον μαζικό προσανατολισμό επιτέλεσαν με επιτυχία το
έργο της πολιτικής ενίσχυσης των Τουπαμάρος και της διάχυσης των
επαναστατικών αντιλήψεων τους στο κοινωνικό σώμα. Το 1970, οι
δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι το 20 με 25% του πληθυσμού της Ουρουγουάης
ήταν συμπαθούντες. Η πεποίθηση όμως των ανταρτών ότι η ένοπλη δράση
είναι η ανώτερη μορφή ταξικής πάλης, στέρησε από τις μαζικές οργανώσεις
τον πολιτικό τους χαρακτήρα και τις υποβάθμισε σε απλά εργαλεία
στρατολόγησης εθελοντών για των ένοπλο αγώνα
Τέλος, ειδική μνεία πρέπει να γίνει στις εκπληκτικές υλικές υποδομές
που είχαν κατασκευάσει οι Τουπαμάρος κάτω από την πόλη του Μοντεβίδεο.
Οι αντάρτες είχαν κατασκευάσει ένα ολόκληρο δίκτυο από υπόγειες σήραγγες
και τούνελ που τους επέτρεπε να κινούνται με άνεση και χωρίς τον φόβο
του εντοπισμού τους από τις αρχές σε όλη την επικράτεια της πρωτεύουσας.
Μέσα σε αυτήν την υπόγεια πολιτεία υπήρχαν αυτοσχέδια νοσοκομεία,
κοιτώνες όπου οι μαχητές μπορούσαν να ξεκουράζονται, τυπογραφεία για την
παραγωγή προπαγανδιστικού υλικού ακόμη και κρατητήρια τα οποία η
οργάνωση αποκαλούσε «Φυλακή του Λαού». Δεν ήταν λίγες οι σήραγγες που
κατέληγαν μέσα στην πτέρυγα κάποιας φυλακής ή στα μετόπισθεν κάποιου
φυλακίου του στρατού ή της αστυνομίας. Αξιοποιώντας το δαιδαλώδες αυτό
σύστημα περασμάτων οι Τουπαμάρος ήταν σε θέση να χτυπούν αστραπιαία και
να εξαφανίζονται.
Τα Χρόνια της Αθωότητας
Οι Τουπαμάρος αφιέρωσαν πολύ χρόνο στην προετοιμασία της εκστρατείας
τους και από το 1962 έως το 1968 ασχολήθηκαν κυρίως με
προπαρασκευαστικές επιχειρήσεις που είχαν να κάνουν με την εξεύρεση
πηγών χρηματοδότησης για τον ένοπλο αγώνα καθώς και με την ενίσχυση της
οργάνωσης σε πολεμικό υλικό. Ήταν μια περίοδος που η οργάνωση
χρησιμοποιούσε την ελάχιστη δυνατή βία και κατά κανόνα απέφευγε τις
ένοπλες αψιμαχίες με τους άντρες των σωμάτων ασφαλείας. Τον Ιούλιο του
1963 μια ομάδα κομάντος του MLN καθοδηγούμενη από τον ίδιο τον Ραούλ
Σεντίκ, πραγματοποίησε επιδρομή στην Ελβετική Σκοπευτική Λέσχη του
Μοντεβίδεο. Αυτή ήταν η πρώτη στρατιωτική επιχείρηση των ανταρτών και
ήταν απολύτως επιτυχής, αφού κατέληξε στην αφαίρεση από τις αποθήκες της
Λέσχης 150 τυφεκίων, 18 πιστολιών και μεγάλης ποσότητας πυρομαχικών. Η
επιδρομή στη Λέσχη αποτέλεσε το πρότυπο με βάση το οποίο σχεδιάστηκαν
και εκτελέστηκαν μελλοντικές επιθέσεις του MLN σε καταστήματα πώλησης
όπλων και αποθήκες της αστυνομίας και του στρατού όπου φυλάσσονταν όπλα
και πυρομαχικά.
Για να χρηματοδοτήσουν την εκστρατεία τους οι αντάρτες χρησιμοποίησαν
την μέθοδο των προλεταριακών απαλλοτριώσεων, μέσω της βίαιης απόσπασης
μεγάλων χρηματικών ποσών από τράπεζες, από επιχειρήσεις Αμερικανικών
συμφερόντων, ακόμη και από εύπορους ιδιώτες. Το βασικό ζητούμενο των
επιθέσεων εναντία σε καθαρά οικονομικούς στόχους ήταν σίγουρα η
οικονομική ενίσχυση της οργάνωσης και η συγκέντρωση κονδυλίων για τον
αγώνα. Παρ’ όλα αυτά η διαδικασία επιλογής δυνητικών στόχων εμπεριείχε
ενίοτε και το στοιχείο του πολιτικού παραδειγματισμού. Για παράδειγμα,
το 1969 οι αντάρτες επιτέθηκαν και λήστεψαν το Καζίνο της Punta del
Este, απ’ όπου αφαίρεσαν το μυθικό για την εποχή ποσό των $250.000. Με
καθαρά στρατιωτικά κριτήρια, το Καζίνο δεν ήταν εύκολος στόχος.
Επιλέχτηκε όμως πρώτον, για να καταδείξει ότι τα πιο προηγμένα μέτρα
ασφαλείας δεν ήταν ικανά να σταματήσουν τους μαχητές της οργάνωσης και
δεύτερον, διότι αποτελούσε σύμβολο της άρχουσας τάξης της Ουρουγουάης,
αφού εξέχοντα μέλη της πολιτικής και οικονομικής ελίτ της χώρας
συνωστίζονταν καθημερινά στις πολυτελείς αίθουσες για να διασκεδάσουν,
να σπαταλήσουν τεράστια ποσά και να συναναστραφούν τους όμοιους τους.
Η πρώιμη αυτή περίοδος της δράσης των Τουπαμάρος μπορεί να
χαρακτηριστεί και ως η «εποχή της αθωότητας» του κινήματος. Οι επιθέσεις
τους υποκινούνταν από μια αντίληψη όμοια με αυτή της Άμεσης Δράσης και
αποσκοπούσαν στη σφυρηλάτηση οργανικών δεσμών με τα κομμάτια εκείνα του
πληθυσμού που φιλοδοξούσαν να εκπροσωπήσουν πολιτικά. Μια τέτοια
ενέργεια ήταν η επίθεση που πραγματοποίησε μια ομάδα κομάντος του MLN
εναντίον ενός φορτηγού με τρόφιμα την παραμονή των Χριστουγέννων του
1963. Οι κομάντος έκλεψαν το φορτηγό, το οδήγησαν στις φτωχογειτονιές
του Απαρίτσιο Σαράβια στα περίχωρα του Μοντεβίδεο και μοίρασαν τα
τρόφιμα στους φτωχούς κατοίκους της παραγκούπολης. Ακόμη, εικάζεται πως
ένα μεγάλο μέρος της λείας που απέσπασε το MLN από ληστείες και
επιδρομές διοχετεύτηκε στα γκέτο για να βοηθήσει στη βελτίωση των
συνθηκών διαβίωσης στις παραγκουπόλεις. Η απευθείας στήριξη που παρείχε
το MLN στους κατοίκους των παραγκουπόλεων είχε σαν αποτέλεσμα να
εξασφαλίσουν οι αντάρτες την εύνοια των τοπικών κοινοτήτων και μετέτρεψε
τις φτωχογειτονιές σε «εχθρικό έδαφος» για τις δυνάμεις ασφαλείας.
Επίθεση στο Κράτος
Το 1969, έχοντας ολοκληρώσει τις προετοιμασίες τους , οι Τουπαμάρος
εγκαινίασαν μια νέα φάση της εκστρατείας τους βάζοντας σε εφαρμογή το
σχέδιό τους για βίαιη ανατροπή του Κράτους. Η στρατηγική τους
περιλάμβανε τρεις βασικές παραμέτρους :
1) Τη συνένωση των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς σε ένα ενιαίο
λαϊκό επαναστατικό μέτωπο υπό την ηγεσία του MLN. Οι Τουπαμάρος ήταν
πεπεισμένοι πως μέσα σε όλα τα κόμματα της Αριστεράς – Κομμουνιστές,
Σοσιαλιστές, Μαοϊστές, Αναρχικοί – υπήρχαν αυθεντικά επαναστατικά
στοιχεία που ευρισκόμενοι μπροστά σε μία κατάσταση αυξανόμενης πόλωσης
κι εχθρότητας μεταξύ του προλεταριάτου από τη μία και των δυνάμεων της
αντίδρασης από την άλλη, θα εγκατέλειπαν τις μικροαστικές
κοινοβουλευτικές τους συνήθειες και θα ρίχνονταν ολόψυχα στον πόλεμο για
την ολοκληρωτική ήττα του ταξικού εχθρού. Από την άλλη, όσα κόμματα της
Αριστεράς αρνούνταν να συμμετάσχουν στον επαναστατικό αγώνα ήταν
καταδικασμένα να «ατιμαστούν» στα μάτια του προλεταριάτου και να σβήσουν
μπροστά στο φάσμα της επερχόμενης εμφυλιοπολεμικής σύγκρουσης.
Πράγματι, την εντύπωση ότι η Αριστερά βρισκόταν υπό συνολικό πολιτικό
διωγμό ενίσχυσε η συντηρητική κυβέρνηση του Προέδρου Πατσέκο Αρέκο με
τις σπασμωδικές αντιδράσεις της απέναντι στην απειλή της αυξανόμενης
δημοτικότητας των ανταρτών. Ο Αρέκο ανέλαβε την εξουσία το 1967. Ένα
μήνα μετά την εκλογική νίκη του, το Κογκρέσο της Ουρουγουάης κήρυξε τη
χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και εισήγαγε μία σειρά από
δικτατορικούς νόμους που περιόριζαν τις πολιτικές ελευθερίες και
καταργούσαν τα μισά κόμματα του Κοινοβουλίου που ανήκαν στον πολιτικό
χώρο της άκρας Αριστεράς (με εξαίρεση το Κ.Κ.). Η συμμετοχή σε
σοσιαλιστικές, μαοϊκές ή αναρχικές ομάδες αναγορεύτηκε σε ποινικό
αδίκημα και οι εφημερίδες των κομμάτων της αντιπολίτευσης έκλεισαν η μια
μετά την άλλη. Πολλά μέλη αριστερών οργανώσεων που είχαν τεθεί στο
στόχαστρο του κυνηγιού μαγισσών της κυβέρνησης, εξαναγκάστηκαν από τις
περιστάσεις να σκεφτούν σοβαρά το ενδεχόμενο της βίαιης επανάστασης και
της συνεργασίας ενάντια στον κοινό εχθρό.
2) Την αποδιοργάνωση του κατασταλτικού μηχανισμού του Κράτους και την
αλλαγή στη στρατιωτική ισορροπία δυνάμεων. Για να πετύχουν την ανατροπή
του αρνητικού για αυτούς συσχετισμού δυνάμεων, οι αντάρτες εξαπέλυσαν
μία άνευ προηγουμένου τρομοκρατική εκστρατεία εναντίον των αντρών της
αστυνομίας , του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών. Οι Τουπαμάρος
διέθεταν ένα πρότυπο μηχανισμό συλλογής πληροφοριών αποτελούμενο από
πράκτορες του MLN που είχαν διεισδύσει σε όλες τις βαθμίδες των σωμάτων
ασφαλείας και τους εφοδίαζαν με πληροφορίες για τις κινήσεις των
δυνάμεων της αστυνομίας, για τα μόνιμα σημεία αστυνομικού ελέγχου, ακόμη
και για την πραγματική ταυτότητα των πρακτόρων της μυστικής υπηρεσίας.
Οι αντάρτες χρησιμοποίησαν τις πληροφορίες για να στήνουν θανατηφόρες
ενέδρες σε ανυποψίαστες αστυνομικές περιπόλους αλλά και για να
δολοφονούν επιλεκτικά στελέχη των δυνάμεων καταστολής, ακόμη και σε ώρες
που ήταν εκτός υπηρεσίας. Χαρακτηριστικά, το 1969 δολοφόνησαν το
μυστικό πράκτορα της αστυνομίας Καρλος Ζαμπράνο, την ώρα που καθόταν
αμέριμνος σε ένα λεωφορείο, ενώ τον Απρίλιο του 1970 εκτέλεσαν τον
Χέκτορ Τσαρκέρο, έναν επιθεωρητή της αστυνομίας που είχε κατηγορηθεί για
τον βασανισμό πολιτικών κρατουμένων. Παράλληλα με την τρομοκρατία οι
Τουπαμάρος χρησιμοποίησαν και τη μέθοδο του ψυχολογικού πολέμου αφού,
όπως έλεγε ο Γκιγιέν, η νίκη δε θα προερχόταν από τη φυσική εξόντωση του
εχθρού αλλά από «την πολιτική και στρατιωτική αποθάρρυνση και παράδοσή
του». Εξέδωσαν επανειλημμένα προκηρύξεις με τις οποίες καλούσαν τους
αστυνομικούς να παραιτηθούν, εάν ήθελαν να αποφύγουν τις συνέπειες της
αντιπαράθεσης με το MLN. Ο συνδυασμός σωματικής και ψυχολογικής βίας που
ασκούσαν οι Τουπαμάρος φαίνεται πως απέφερε καρπούς. Το 1970 οι
αστυνομικοί κατέβηκαν σε απεργία με αίτημα την αύξηση του μισθού τους
και το δικαίωμα να δουλεύουν με πολιτικά για να μη δίνουν «εύκολο στόχο»
στους αντάρτες. Η κυβέρνηση χρειάστηκε να συλλάβει 66 από αυτούς με την
κατηγορία της άρνησης εκτέλεσης διαταγών για να τους αναγκάσει να
επιστρέψουν στα καθήκοντα τους.
3) Τη δημιουργία μιας εναλλακτικής πολιτικής εξουσίας και την
εγκατάσταση μιας «παράλληλης αντιεξουσίας» στο Μοντεβίδεο. Η επίθεση των
ανταρτών στην κρατική εξουσία ήταν πολυδιάστατη. Περιλάμβανε πολιτικές
απαγωγές, θεαματικές στρατιωτικές ενέργειες και την συστηματική απονομή
της «επαναστατικής δικαιοσύνης». Οι Τουπαμάρος χρησιμοποίησαν τη μέθοδο
των πολιτικών απαγωγών για να οξύνουν τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της
κυβέρνησης και να προκαλέσουν ρήγματα στις σχέσεις του Κράτους με την
κοινωνία. Το 1968 απήγαγαν τον διευθυντή της τηλεφωνικής εταιρείας (UTE)
της Ουρουγουάης και προσωπικού φίλου του Προέδρου Αρέκο, Ουλίσες
Παρέιρα Ρεβερμπέλ. Η κυβέρνηση διέθεσε τη μισή αστυνομική δύναμη του
Μοντεβίδεο στην επιχείρηση εντοπισμού του ομήρου, αλλά οι έρευνες
απέβησαν άκαρπες. Αδυνατώντας να ανακαλύψουν κάποιο ίχνος του, οι αρχές
αποφάσισαν να άρουν το ακαδημαϊκό άσυλο και να επιτρέψουν τη διεξαγωγή
ερευνών από την αστυνομία μέσα στο πανεπιστήμιο που ήταν γνωστό πως
αποτελούσε ιδεολογικό και πολιτικό προπύργιο των ανταρτών. Η εισβολή
των αστυνομικών προκάλεσε τη βίαιη αντίδραση των φοιτητών που
προσπάθησαν να τους απωθήσουν. Στα επεισόδια που σημειώθηκαν ένας
κομμουνιστής φοιτητής με το όνομα Λίμπερ Άρτσε έπεσε νεκρός από τα πυρά
της αστυνομίας. Οι Τουπαμάρος ανέδειξαν τον νεαρό Άρτσε σε «μάρτυρα» του
αγώνα για την ελευθερία κι έδωσαν το όνομά του σε μία επίλεκτη ομάδα
κομάντος του MLN, το «Κομάντο Λίμπερ Άρτσε» του Μοντεβίδεο. Ο Ρεβερμπέλ
αφέθηκε ελεύθερος 5 ημέρες μετά την αιχμαλωσία του, βρώμικος, αξύριστος
και ταπεινωμένος. Οι αντάρτες του χάρισαν τη ζωή αφού ο πολιτικός στόχος
της απαγωγής του είχε εκπληρωθεί.
Πέρα από τις απαγωγές, οι Τουπαμάρος επιδόθηκαν και σε επιχειρήσεις
πολιτικής προπαγάνδας που στόχο είχαν να αποδείξουν τη διαφθορά του
πολιτικού συστήματος και να σπάσουν τον αποκλεισμό που είχε επιβληθεί
εναντίον τους στα ΜΜΕ , με πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Η επιδρομή του
«Κομάντο Λίμπερ Άρτσε» στην τράπεζα Financiera το 1969, ήταν μια τέτοια
επιχείρηση, αφού εκτός από τα κλοπιμαία, οι αντάρτες άρπαξαν και μία
σειρά από μυστικά λογιστικά βιβλία που αποδείκνυαν την ύπαρξη ενός
καρτέλ παράνομης διακίνησης χρήματος στο οποίο συμμετείχαν κυβερνητικοί
αξιωματούχοι και τραπεζίτες που χρησιμοποιούσαν την τράπεζα για να
ξεπλένουν τα χρήματα που είχαν καταχραστεί από τα ταμεία του Δημοσίου. Η
δημοσιοποίηση των στοιχείων από το MLN προκάλεσε σάλο στην κοινή γνώμη
και είχε σαν αποτέλεσμα την παραίτηση του Υπουργού Γεωργίας, Κάρλος Φρικ
Ντέιβις.
Τέλος, μέσω της απονομής «επαναστατικής δικαιοσύνης» οι Τουπαμάρος
θέλησαν να τρομοκρατήσουν την κυβέρνηση και να καταδείξουν την πολιτική
ισχύ που διέθεταν. Αγαπημένος στόχος των ανταρτών ήταν οι πολιτικοί που
ανήκαν στον στενό κύκλο του Προέδρου Αρέκο. Ήθελαν έτσι να δείξουν ότι η
κυβέρνηση ήταν ανήμπορη να προστατέψει τα πιο υψηλόβαθμα στελέχη της
και να παραλύσουν την κυβερνητική εξουσία στο υψηλότερο επίπεδο,
προκαλώντας έτσι τη γενικότερη παράλυση του κρατικού μηχανισμού. Με άλλα
λόγια, η στρατηγική τους ήταν να χτυπήσουν το κεφάλι, για να παραλύσουν
το σώμα. Ακολουθώντας αυτή την τακτική οι Τουπαμάρος απήγαγαν για
δεύτερη φορά τον Παρέιρα Ρεβερμπέλ το 1971και τον καταδίκασαν σε ισόβια
κάθειρξη στις «Φυλακές του Λαού». Είναι προφανές ότι η ανακοίνωση της
πρόθεσης του MLN να κρατήσει επ’ αόριστον τον Ρεβερμπέλ αιχμάλωτο στις
υπόγειες φυλακές του, παρέπεμπε τόσο στον μόνιμο χαρακτήρα της
κομμουνιστικής εξέγερσης, όσο και στην τελική της επικράτηση έναντι του
αστικού Κράτους. Χαρακτηριστικό της ηττοπάθειας που είχε καταλάβει την
κυβέρνηση σε όλα τα επίπεδα ήταν η αντικατάσταση με προεδρικό διορισμό
του Ρεβερμπέλ από τον Χουάν Φαμπίνι στη θέση του διευθυντή της UTE. Η
κίνηση αυτή ισοδυναμούσε με έμμεση παραδοχή ότι η απελευθέρωση του
Ρεβερμπέλ εξαρτιόταν αποκλειστικά από τους αντάρτες και όχι από τη
νόμιμη κυβέρνηση της χώρας.
Προδοσία
Η ιστορία έχει δείξει πως το κυριότερο όπλο της εκάστοτε εξουσίας
ενάντια στους επαναστάτες είναι ο δωσίλογος. Η περίπτωση των Τουπαμάρος
δεν αποτελεί εξαίρεση. Έπειτα από μια σύντομη αναστολή των εχθροπραξιών
κατά τη διάρκεια των εκλογών του 1971 όταν το MLN υποστήριξε την
αριστερή συμμαχία «Frente Amplio», ο πόλεμος ξανάρχισε με μεγαλύτερη
αγριότητα. Το Κράτος, με τη συνδρομή της CIA και των μυστικών υπηρεσιών
της Βραζιλίας, οργάνωσε και εξόπλισε επίλεκτες αντιτρομοκρατικές μονάδες
και χρησιμοποίησε εκτενώς τα βασανιστήρια και τις δωροδοκίες (απονομή
χάριτος) για να αποσπάσει πολύτιμες πληροφορίες από συλληφθέντες
μαχητές του MLN. Η προδοσία του Έκτορ Αμόδιο Πέρεζ ήταν η σημαντικότερη
επιτυχία της νέας αντιτρομοκρατικής τακτικής της κυβέρνησης.
Ο Πέρεζ ήταν στρατιωτικός διοικητής της Φάλαγγας 15 του Μοντεβίδεο
και επιχειρησιακός σύνδεσμος των «Ομάδων Πυρός» της Φάλαγγας του με τις
υπόλοιπες Φάλαγγες της οργάνωσης που δρούσαν στην πρωτεύουσα. Τον Μάρτιο
του 1972 στο εθνικό συνέδριο του MLN καθαιρέθηκε από την ηγεσία της
μονάδας του αφού κρίθηκε ανεπαρκής. Λίγες ημέρες μετά, ο δυσαρεστημένος
Πέρεζ αυτομόλησε στις αρχές και αφού εξασφάλισε Προεδρική ‘άφεση
αμαρτιών’ αποκάλυψε στην αστυνομία την τοποθεσία τριάντα βάσεων της
οργάνωσης, μίας «Φυλακής του Λαού», ενός νοσοκομείου, αρκετών
τυπογραφείων και αποθηκών με πυρομαχικά. Στη συνέχεια φυγαδεύτηκε από
την Ουρουγουάη και εικάζεται ότι μπήκε στη δούλεψη των μυστικών
υπηρεσιών της χώρας.
Ένας άλλος ανανήψας ονόματι Μάριο Πίριζ, ξεκίνησε μια καινούρια ζωή
αφού πρώτα πρόδωσε τα ονόματα 100 συντρόφων του στην αστυνομία. Το
πλήγμα για την οργάνωση ήταν βαρύ. Η στεγανοποίηση εξασφάλιζε έναν βαθμό
μυστικότητας για τους μαχητές του MLN, αλλά η ύπαρξη εσωτερικής
ιεραρχίας που ήταν απαραίτητη για τον κεντρικό συντονισμό του
ανταρτοπολέμου σήμαινε πως υπήρχαν υψηλόβαθμα στελέχη που εάν έπεφταν
στα χέρια των αρχών και πείθονταν να συνεργαστούν μπορούσαν να
καταστρέψουν την οργάνωση. Οι Τουπαμάρος δεν μπόρεσαν ποτέ να
αναπληρώσουν τις απώλειες που υπέστησαν εξαιτίας των προδοτών Πέρεζ και
Πίριζ (100 θάνατοι και 600-700 συλλήψεις μαχητών μέσα σε τρεις μήνες).
Μέχρι το 1972 είχαν αποδυναμωθεί στρατιωτικά και ο πόλεμος είχε λήξει.