του Τζόν Πικάρντ, αναδημοσιευμένο απο την εφημερίδα Μαρξιστική Φωνή
Ο πατέρας μου είχε μια πολύ πικρόχολη αίσθηση του χιούμορ. Τα Χριστούγεννα, κάθε φορά που η τηλεόραση έκανε αναφορά στη λειτουργία της Εκκλησίας, κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας: "Κοίτα τους, προσπαθούν να εμπλέξουν την θρησκεία παντού!" [Σημ. μεταφρ.: αγγλικό χιούμορ: εννοεί ότι τα Χριστούγεννα έχουν καταντήσει να μην είναι θρησκευτική γιορτή αλλά καταναλωτικό όργιο]
Φαντάζομαι ότι τα ίδια παράπονα θα έκαναν και οι αρχαίοι Κέλτες, ενοχλημένοι που οι Χριστιανοί ιερείς τους πήραν τη γιορτή του Γιουλ [ήλιου], κατά την διάρκεια της οποίας γιόρταζαν το χειμερινό ηλιοστάσιο. Ή τα παράπονα των Ρωμαίων πολιτών που ενοχλούνταν επειδή οι Χριστιανοί τους "έκλεψαν" τα πανηγύρια που ήταν αφιερωμένα στον Δία κατά τα τέλη Δεκεμβρίου.
Αυτοί οι παραπονούμενοι είχαν δίκιο, διότι ελλείψει μιας προσδιορισμένης ημερομηνίας στα Ευαγγέλια, οι Χριστιανοί άρχιζαν να γιορτάζουν τη γέννηση του Ιησού κατά τη διάρκεια των ήδη υπαρχουσών ειδωλολατρικών γιορτών.
Πολλοί Χριστιανοί σήμερα αγνοούν παντελώς την ειδωλολατρική και μερικές φορές αυθαίρετη προέλευση σημαντικών στοιχείων των πρακτικών και πεποιθήσεών τους. Πολλοί πιστεύουν στα σοβαρά ότι η προέλευση του Χριστιανισμού σχετίζεται σε μία ήσυχη νύχτα σε έναν αχυρώνα, με διάφορους βοσκούς και σοφούς γεμάτους δέος να κάνουν επίσκεψη. Αλλά τίποτα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια.
Υλισμός
Για τους μαρξιστές, οι οποίοι βασίζονται στον πραγματικό υλικό κόσμο, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Τον περασμένο χρόνο ολοκληρώθηκαν εκατό χρόνια από τη δημοσίευση του βιβλίου "Η καταγωγή του Χριστιανισμού", από το Γερμανό μαρξιστή Καρλ Κάουτσκι. Αυτή ήταν η πρώτη προσπάθεια περιγραφής της ανόδου των μεγάλων θρησκειών της Δύσης από τη σκοπιά της ταξικής πάλης και των υλικών εξελίξεων στην κοινωνία, και όχι από την σκοπιά ευσεβών πλασμάτων τρεφόμενων από τους άμβωνες της εκκλησίας.
Το βιβλίο του Καρλ Κάουτσκι είναι ανεπαρκές από πολλές απόψεις, αλλά οι βασικές γραμμές της επιχειρηματολογίας του παραμένουν σωστές. Αυτό που ήταν ιδιαίτερα σημαντικό όσον αφορά το βιβλίο είναι ότι ήταν η πρώτη προσπάθεια για να περιγραφεί η ίδρυση και η άνοδος του χριστιανισμού με την μέθοδο του ιστορικού υλισμού.
Ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς χρησιμοποίησαν τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού και την εφάρμοσαν στην περιγραφή κοινωνικών και ιστορικών εξελίξεων. Στο βιβλίο του "αντι-Ντύρινγκ" ο Ένγκελς έδωσε την συνοπτική σημασία του:
"Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας ξεκινάει από την πρόταση ότι η παραγωγή και, δίπλα στην παραγωγή, η ανταλλαγή των προϊόντων που παράγονται, είναι η βάση όλων των κοινωνικών δομών . πως σε κάθε κοινωνία που έχει εμφανιστεί στην ιστορία, ο τρόπος με τον οποίο διανέμεται ο πλούτος και διαιρείται σε κοινωνικές τάξεις, εξαρτάται από το τι παράγεται, πώς παράγεται, και πώς γίνεται η ανταλλαγή των προϊόντων. Από αυτήν τη σκοπιά οι τελικές αιτίες όλων των κοινωνικών αλλαγών και πολιτικών επαναστάσεων πρέπει να αναζητούνται, όχι στο μυαλό των ανθρώπων, ούτε στην ανθρώπινη κατανόηση της αιώνιας αλήθειας και της δικαιοσύνης, αλλά στις μεταβολές στον τρόπο παραγωγής και ανταλλαγής. Πρέπει να αναζητούνται όχι στη φιλοσοφία, αλλά στην οικονομία κάθε συγκεκριμένης εποχής."
Ο Καρλ Κάουτσκι, ως εκ τούτου, απέρριψε τους μεταφυσικούς μύθους γύρω απ 'τον χριστιανισμό - τα θαύματα, τα υπερφυσικά γεγονότα κ.ο.κ - και επιχείρησε να περιγράψει την προέλευσή του μέσα από τις υπάρχουσες στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κοινωνικές συνθήκες.
Η επίσημη και κλασική περιγραφή των απαρχών του Χριστιανισμού είναι όπως περιγράφεται στην Καινή Διαθήκη. Τα ευαγγέλια του Λουκά, του Ματθαίου, του Μάρκου και του Ιωάννη λαμβάνονται σαν ιστορικοί απολογισμοί αληθινών γεγονότων στα πρώτα τριανταπέντε έτη μετά την πρώτη χιλιετία: πώς ο Ιησούς γεννήθηκε ως εκ θαύματος, πώς έκανε θαύματα και κήρυττε μαζί με τους δώδεκα μαθητές του, πώς σταυρώθηκε για τα κηρύγματά του και πώς αναστήθηκε από τους νεκρούς. Τα Ευαγγέλια των τεσσάρων αυτών μαθητών, εκλαμβάνονται ως περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων.
Παρά τις παρενοχλήσεις, τις διώξεις και τους αναρίθμητους μάρτυρες, οι ανώτερες ιδέες των Χριστιανών - και ιδιαίτερα η προσφορά μιας μετά θάνατον ζωής και της λύτρωσης του ανθρώπου από τις αμαρτίες μετά τη σταύρωση του Ιησού - οδήγησε στην αύξηση της υποστήριξης του Χριστιανισμού, μέχρι που έγινε μια ασταμάτητη δύναμη, αναγνωριζόμενη τελικά από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Τα υπόλοιπα, όπως λένε, είναι ιστορία.
Αυτή είναι η "επίσημη" εκδοχή της εκκλησίας. Για τους Μαρξιστές το ζήτημα όμως είναι το ακόλουθο: ποιές ήταν οι συνθήκες στην Παλαιστίνη του πρώτου αιώνα; Ο Καρλ Κάουτσκι παραπέμπει στο γεγονός ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε ένα σύστημα βασισμένο στην δουλεία, στο οποίο η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού ζούσε μέσα στη φτώχεια για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
Η Παλαιστίνη ήταν μια κοινωνία διαιρεμένη με πικρές ταξικές αντιθέσεις και αντιφάσεις. Τα χαρακτηριστικά της στο σύνολο της περιόδου ήταν η αναστάτωση, η αναταραχή και η εξέγερση. Πέρα από την ταξική πάλη, λειτουργούσε και ο πρόσθετος παράγοντας της εθνικής καταπίεσης της σημιτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού από τους Ρωμαίους. Εντός της εβραϊκής κοινωνίας, η ιερατική κάστα και οι ευγενείς στηρίζονταν από το ρωμαϊκό καθεστώς για να επιτυγχάνεται η μεγαλύτερη δυνατή εκμετάλλευση του πληθυσμού.
"Η θεμελιώδης σύγκρουση ήταν μεταξύ Ρωμαίων, Ηρωδικών και ιερατικών αρχόντων από την μία πλευρά, και των Ιουδαίων και Γαλιλαίων χωρικών από την άλλη, των οποίων η παραγωγή διατιθόταν ως φόρος υποτελείας στον Καίσαρα, φόρος για τον Ηρώδη, και δέκατα και προσφορές για τους ιερείς και τους ναούς."(Horsley, 'Ληστές, Προφήτες και Μεσσίες')
Οι ιερείς του Ναού στους οποίους καταβάλλονταν τα δέκατα (εκκλησιαστικός φόρος) από την τοπική αγροτιά, δεν ήταν μια μικρή ομάδα - ορισμένοι μελετητές τους αριθμούν σε χιλιάδες. Ο Εβραίος βασιλιάς Ηρώδης "ο Μέγας", που πέθανε το 4 π.Χ., άφησε μια χώρα οικονομικά εξαντλημένη από την Ρωμαϊκή κατάκτηση και την μετέπειτα φορολογία.
"Οι Εβραίοι παραγωγοί γεωργικών προϊόντων υπόκειντο τώρα σε διπλή φορολόγηση, που πιθανότατα ανερχόταν σε πάνω από το 40 τοις εκατό της παραγωγής τους. Υπήρχαν κι άλλοι ρωμαϊκοί φόροι, οι οποίοι επιβάρυναν ακόμη περισσότερο το λαό, αλλά ο φόρος υποτέλειας ήταν το μεγαλύτερο βάρος.
Ερχόμενη έπειτα από μία μακρά περίοδο εθνικής ανεξαρτησίας κάτω από την εξουσία των Εβραίων βασιλιάδων, η ρωμαϊκή κυριαρχία θεωρούνταν εντελώς αθέμιτη. Οι χωρικοί έβλεπαν το φόρο υποτέλειας ως ληστεία. Οι μαχητικοί αγωνιστές κατά της ρωμαϊκής υποτέλειας, όπως ο Ιούδας της Γαλιλαίας, ο οποίος οργάνωσε μια ενεργό αντίσταση ενάντια στην απογραφή (κατάλογος ανθρώπων για λόγους φορολογίας) όταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την άμεση διαχείριση της Ιουδαίας το 6 π.Χ., αναφέρονταν στην Ρωμαϊκή κατοχή ως δουλεία." (Ληστές, Προφήτες και Μεσσίες).
Εξεγέρσεις
Ο μόνος απολογισμός αυτής της ιστορίας γραμμένος εκείνη την εποχή είναι αυτός του Ιώσηπου, ενός Εβραίου στρατηγού που πολέμησε εναντίον των Ρωμαίων κατά την επανάσταση του 66 μ.Χ., ο οποίος στη συνέχεια άλλαξε στρατόπεδο. Είναι σαφές από τον απολογισμό του, ότι η εποχή αυτή ήταν γεμάτη αναταραχές και εξεγέρσεις. Κατά την περίοδο αυτή υπήρχαν πολλές εξεγέρσεις αγροτών, με επικεφαλής άνδρες χρισμένους από τον κόσμο ως βασιλείς (ή "μεσσίες"), οι οποίες καταστάληκαν με βάρβαρο τρόπο. Δεν ήταν ασυνήθιστο να ισοπεδώνονται ολόκληρές πόλεις, με τους κατοίκους τους να πωλούνται ως σκλάβοι.
Αυτές οι εξεγέρσεις αντανακλούσαν τις υλικές συνθήκες και την ταξική πάλη της εποχής, αλλά πάντα είχαν ένα θρησκευτικό περιτύλιγμα. Λαμβάνοντας υπόψη την παράδοση και τα κείμενα των Εβραίων, τα κινήματα αυτά αναπόφευκτα υιοθετούσαν τον μανδύα των ηγετών της γραφής, συμπεριλαμβανομένου ιδίως του Ιησού. Υπήρχαν πολλές αιρέσεις του "Ιησού" εκείνη την εποχή. Πολλές αιρέσεις είχαν μια 'κομμουνιστική' κοσμοθεωρία, με την περιουσία να μοιράζεται από κοινού σε όλα τα μέλη της κοινότητας.
Τα συγγράμματα του Ιώση, είναι τα μόνα σωζόμενα έργα που είναι γραμμένα από έναν συμμετέχοντα στα γεγονότα. Περιγράφει αυτά που βλέπει ως το αποτέλεσμα της αρνητικής επιρροής των μαντειών και των προφητειών σε περισσότερες από μία περιπτώσεις: "Απατεώνες και δημαγωγοί, υπό την μεταμφίεση της Θείας έμπνευσης, προκάλεσαν επαναστατικές ενέργειες και ώθησαν τις μάζες να δρουν σαν τρελές. Τις οδήγησαν έξω στην έρημο...". Ο Ιώσηπος ("Εβραϊκοί πόλεμοι") αναφέρει τα ονόματα αρκετών μαντών, "προφητών" και επαναστατών που υποκίνησαν τους Εβραίους, αλλά ο Ιησούς όπως περιγράφεται στην καινή διαθήκη δεν εμφανίζεται σε κανένα σημείο στο ογκώδες έργο του – υποτίθεται – σύγχρονού του Ιώσηπου.
Την επαναστατική δύναμη εκείνης της εποχής την αποτελούσαν οι αγρότες, οι οποίοι επανειλημμένα προσπάθησαν να αποτινάξουν το ζυγό της εθνικής και ταξικής καταπίεσης.
Ένα μικρό παράδειγμα από τα σχόλια του Ιώσηπου καταδεικνύει την αναταραχή εκείνης της περιόδου:
"Πολλοί [Εβραίοι αγρότες] έγιναν ληστές, και σε ολόκληρη τη χώρα υπήρχαν επιδρομές, και μεταξύ των πιο τολμηρών, εξεγέρσεις ..."
"...το σύνολο της Ιουδαίας ήταν μολυσμένο με ληστές..."
”Ο Φέλιξ [ Ρωμαίος έπαρχος, 52-58 μ.Χ] συνέλαβε τον [επαναστατικό ηγέτη] Ελεαζάρ, που επί είκοσι χρόνια λεηλατούσε τη χώρα, καθώς και πολλούς από τους συνεργάτες του, και τους έστειλε στη Ρώμη να δικαστούν. Ο αριθμός των ληστών που σταυρώθηκαν...ήταν τεράστιος (Ιώσηπος "Αρχαιότητες").”
Η εποχή αυτή ήταν πολύ διαφορετική από τη "γαλήνια νύχτα". Η επαναστατική αναταραχή επεκτάθηκε σε μια γενικευμένη εξέγερση το 66 μ.Χ. εναντίον των Ρωμαίων και των συνεργατών τους, την εβραϊκή άρχουσα τάξη και τους υψηλόβαθμους ιερείς του ναού. "...εχθρότητα και βίαιος φατριασμός ξέσπασε μεταξύ των αρχιερέων από τη μία πλευρά και των ιερέων και των ηγετών των μαζών της Ιερουσαλήμ από την άλλη." (Αρχαιότητες).
Η πολιορκία των Ιεροσολύμων
Κατά την διάρκεια των τεσσάρων επόμενων χρόνων έλαβε χώρα ένας αιματηρός ανταρτοπόλεμος, ακολουθούμενος από μια παρατεταμένη πολιορκία της Ιερουσαλήμ, κατά την οποία οι μάζες, φοβούμενες προδοσία από την εβραϊκή αριστοκρατία και τους αρχιερείς, στην ουσία εξεγέρθηκαν και πήραν την εξουσία της Ιερουσαλήμ στα χέρια τους. Μία από τις πρώτες πράξεις αυτής της εξέγερσης, ήταν η έφοδος στο Ναό και η καύση των εγγράφων και των πρακτικών που σχετίζονταν με τα χρέη και τους φόρους των αγροτών. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η αριστοκρατία και οι αρχιερείς - συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Ιώσηπου - εγκατέλειψαν την πόλη για την ασφάλεια που τους προσέφεραν οι ελεγχόμενες από τους Ρωμαίους περιοχές. Ακόμη και πριν από αυτή την επανάσταση, η Παλαιστίνη βρισκόταν σε μια δίνη διαφόρων θρησκευτικών αιρέσεων και δογμάτων, που βασίζονταν στην παραδοσιακή εβραϊκή γραφή και συχνά ήταν επηρεασμένες από την γενικευμένη δυσαρέσκεια για τη συνεργασία του εβραϊκού ιερατείου με τους Ρωμαίους και για τον παρασιτισμό του Ναού. Μεταξύ αυτών θα ήταν και εκείνη του «Ιησού», αλλά και άλλες μεσσιανικού τύπου σέχτες που ιδρύονταν από χαρισματικούς ηγέτες.
Μετά την αιματηρή καταστολή της επανάστασης και την επανακατάληψη της Ιερουσαλήμ (κατά τη διάρκεια της οποίας καταστράφηκε ο Ναός) το 70 μ.Χ, δεκάδες χιλιάδες Εβραίοι εγκατέλειψαν την περιοχή και πολλές χιλιάδες άλλοι, συνελήφθησαν και πωλήθηκαν ως δούλοι. Μια καταστροφή τέτοιων διαστάσεων δε μπορούσε παρά να επηρεάσει την Εβραϊκή διασπορά, που εξαπλώθηκε γύρω από κάθε μεγάλη πόλη σε ολόκληρη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, συμπεριλαμβανομένων των μεγαλύτερων πόλεων όπως η Ρώμη, η Αλεξάνδρεια και άλλες μεγάλες πόλεις της Ανατολής.
Πολύ πριν τα επαναστατικά γεγονότα, αιρέσεις κάθε είδους ρίζωσαν στις εβραϊκές κοινότητες της διασποράς, παράλληλα με αυτές της Παλαιστίνης. Ανάμεσα σε αυτό το περιβάλλον αιρέσεων βρισκόταν και το είδος της λατρείας του Ιησού που βασιζόταν στο κήρυγμα του Παύλου, με μια πολιτική προσηλυτισμού όχι μόνο Εβραίων, αλλά και άλλων λαών. Αυτή η αίρεση, έγινε η κύρια βάση του Χριστιανισμού μέσω - μεταξύ άλλων - της απλοποίησης του Εβραϊκού νόμου σχετικά με την αναγκαιότητα της περιτομής και των αυστηρών νηστειών.
Όλα τα πρωτοχριστιανικά έργα που κυκλοφορούσαν από τα μέσα έως το τέλος του πρώτου αιώνα- συμπεριλαμβανομένων των επιστολών του Παύλου - δεν περιείχαν καμία ιστορική αφήγηση που να συνέδεε τον Ιησού με κάποια βιογραφία. Αυτό έγινε αργότερα με το ευαγγέλιο του Μάρκου, στο οποίο στηρίχτηκαν ο Λουκάς και ο Ματθαίος. Το Ευαγγέλιο αυτό γράφτηκε σα μια αλληγορική περιγραφή ενός βίου, συνταγμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε να ταιριάζει με το δόγμα του Ιησού που είχε αρχίσει να εδραιώνεται. Ήταν μια έκφραση της αυξανόμενης αυτοπεποίθησης που προσέδιδε η μεγάλη αριθμητική δύναμη στη συγκεκριμένη αίρεση. Αλλά ήταν επίσης, μια έκφραση της αυξανόμενης ταξικής διαίρεσης εντός της χριστιανικής κοινότητας, καθώς συμβιβαζόταν με τη ρωμαϊκή κοινωνία. Από τις αρχικές κομμουνιστικές ιδέες της λατρείας του Ιησού, σήμερα στην Καινή Διαθήκη εξακολουθούν να υπάρχουν μόνο μερικές υποδείξεις και προτάσεις αυτού του είδους.
Η Εκκλησία επεξεργάστηκε το δόγμα της τις πρώτες δεκαετίες του δευτέρου αιώνα, σε μεγάλο βαθμό, μέσα από τις πολεμικές με τους πρώην ομόθρησκους, τους Εβραίους και με την πληθώρα των πρωτοχριστιανικών σεχτών. Παράλληλα με την διαμόρφωση του δόγματος, η Εκκλησία δημιούργησε ένα μηχανισμό για να αυτοσυντηρηθεί. Μόλις πρόσφατα ήρθαν στο φως στοιχεία για την ύπαρξη μιας τεράστιας ποικιλίας πρωτοχριστιανικών σεχτών. Η αιτία για την αργοπορημένη αυτή αποκάλυψη της ύπαρξής τους, είναι το γεγονός ότι ο κυρίαρχος εκκλησιαστικός μηχανισμός από τη στιγμή που καθιερώθηκε έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια να εξαλείψει αυτές τις «αιρέσεις» και κατά τη διάρκεια αυτής της προσπάθειας, αφαίρεσε τα περισσότερα από τα στοιχεία που αποδείκνυαν ότι υπήρχαν άλλες εκδοχές λατρείας του Ιησού.
Το κύριο ζήτημα είναι γιατί ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε τόσο πολύ κατά τους επόμενους δύο αιώνες. Δεν ήταν ένα κίνημα κατά της δουλείας, καθώς η δουλεία ήταν πανταχού παρούσα σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και οι Χριστιανοί κατείχαν σκλάβους όπως όλοι οι άλλοι. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ακόμα και επίσκοποι είχαν σκλάβους, όπως οι πλούσιοι Ρωμαίοι αυτήν τη περίοδο.
Ο θεολογικός παράγοντας ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Η άκαμπτη και αυτο-αναπαραγόμενη γραφειοκρατία που είχε αναπτυχθεί εντός της Εκκλησίας, αντανακλούσε τις ταξικές διακρίσεις στην κοινωνία και είχε γίνει ένα σημαντικό προπύργιο του ταξικού συστήματος.
«Με τον καιρό, οι λόγοι και τα κηρύγματα των χριστιανών ηγετών συμπεριέλαβαν, όχι μόνο την επίσημη πλευρά των αριστοκρατικών νόμων, αλλά και τις αξίες και την ιδεολογία της ύστερης Ρωμαϊκής ανώτερης τάξης» (Salzman : «Η Πραγμάτωση μιας Χριστιανικής Αριστοκρατίας»)
Προσηλυτισμός
Το απόσπασμα αυτό, αναφέρεται στην περίοδο μετά από τον λεγόμενο προσηλυτισμό του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου στις αρχές του τετάρτου αιώνα, αν και πολύ καρό πριν από αυτόν, η Εκκλησία έπαιζε πολύ σημαντικό κοινωνικό και οικονομικό ρόλο για λογαριασμό της άρχουσας τάξης. Πολλοί υπάλληλοι του κράτους ήταν Χριστιανοί επίσκοποι ή ηγέτες. Το σημαντικότερο είναι ότι διαδραμάτιζαν βασικό ρόλο σχετικά με τη διαχείριση και την οργάνωση της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Στο μέτρο που αυτό σημαίνει κάτι σε μια Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που βρισκόταν σε παρακμή, η Εκκλησία ήλεγχε την τοπική αυτοδιοίκηση. Επίσκοποι και εκκλησιαστικοί υπάλληλοι συνέλεγαν τους φόρους, διένειμαν ελεημοσύνη και οι νομικές διαφορές, όπως και οι διαμάχες για τα κτήματα, ήταν υπό την εποπτεία τους. Η Εκκλησία ήταν μια ανεπίσημη «δημόσια υπηρεσία» για λογαριασμό της ρωμαϊκής γραφειοκρατίας, πολύ πριν ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος της δώσει αυτοκρατορική επικύρωση. Η Εκκλησία εκπλήρωνε μια οικονομική και κοινωνική λειτουργία, μέσα από το χειρισμό των υποθέσεων ενός αυξανόμενου ποσοστού φτωχών και στερημένων και τη συγκράτηση της οργής τους. Γι' αυτό το λόγο η άρχουσα τάξη της επέτρεψε να αναπτυχθεί και όχι λόγω μιας τάχα πνευματικής «αφύπνισής» της.
Η Εκκλησία ήταν σε θέση να εκπληρώσει αυτό το ρόλο, διότι παρείχε μια «βαλβίδα ασφαλείας» σχετικά με τις ελπίδες και τις φιλοδοξίες των μαζών. Έδωσε στην αγροτιά την ευκαιρία να βρεθεί στο ίδιο κτίριο με τους γαιοκτήμονες και τους αριστοκράτες (αν όχι στα ίδια στασίδια). Αν και υπήρχαν περιορισμένες ελπίδες για μια καλύτερη ζωή σε αυτόν το κόσμο, η Εκκλησία τους προσέφερε την υπόσχεση ότι θα ήταν ίσοι με τους πλούσιους στον επόμενο. Τους προσέφερε ένα Μεσσία και μία μετά θάνατο ζωή, σε αντίθεση με τους υπερόπτες και αδιάφορους θεούς της Ελλάδας και της Ρώμης.
Η γραφειοκρατία της Εκκλησίας ανέπτυξε συνειδητά μια πολιτική (και θεολογία) που εξυπηρετούσε τα δικά της συμφέροντα, που όλο και περισσότερο ταυτίζονταν με τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Επίσης ως προς τη δομή και τις προοπτικές της, προσαρμόστηκε στην ανάπτυξη της φεουδαρχικής κοινωνίας καλύτερα από το σάπιο πια δουλοκτητικό κράτος. Η Εκκλησία δεν έκανε καμία εκστρατεία για τη χειραφέτηση των μαζών, αλλά προσέφερε μια νέα διευθέτηση για την εκμετάλλευσή τους.
Σε ότι αφορά στην αγροτιά και τους φτωχούς των πόλεων, όσο εκείνοι γνώριζαν και έκαναν αποδεκτή τη θέση τους στην άκαμπτη αυτή ταξική δομή, για τους φτωχότερους από αυτούς, η Εκκλησία προσέφερε ελεημοσύνη και υποστήριξη ως ανακούφιση για τις πιο πιεστικές ανάγκες και τους χειρότερους πόνους τους. Η Εκκλησία ήταν σχεδόν ο μοναδικός μηχανισμός πρόνοιας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που μπορούσε επίσης να προσφέρει την αίσθηση της ένταξης σε μια εθνική, αλλά και διεθνή κοινότητα. Γι' αυτούς τους λόγους, είχε μεγάλη απήχηση στους φτωχούς και τους καταπιεσμένους. Την είχαν αποκαλέσει ειρωνικά ένα κίνημα «των σκλάβων και των γυναικών».
Διώξεις
Από τη στιγμή που υποστηρίχθηκε από την κρατική εξουσία η Εκκλησία, κατάφερε να καταστρέψει τους αντιπάλους της. Έχουν γραφτεί πολλές υπερβολές για τις Ρωμαϊκές διώξεις κατά της Εκκλησίας κατά τους τρεις πρώτους αιώνες μ.Χ, αλλά ακόμα και αυτές οι υπερβολές ωχριούν μπροστά στις τρομερές διώξεις της Εκκλησίας κατά διαφόρων θρησκευτικών σεχτών, από την εποχή που αυτή υποστηρίχθηκε από την αυτοκρατορική εξουσία. Βιβλία και αιρετικοί παραδόθηκαν στην πυρά. Η θεολογική ιστορία ξαναγράφτηκε. Μύθοι στοιβάχτηκαν πάνω σε μύθους όσο περνούσαν οι αιώνες. Ήταν τέτοιος ο βαθμός της πλαστογράφησης της Ιστορίας, που ακόμα και σήμερα, δήθεν ακαδημαϊκοί, αντιμετωπίζουν την Καινή Διαθήκη πιο πολύ σα μια πραγματική ιστορική αφήγηση, παρά σα μία φανταστική ιστορία που δεν είναι πιο έγκυρη από την Ιλιάδα.
Μέσα σε λίγες εκατοντάδες χρόνια, κάθε απόδειξη για την ύπαρξη άλλων Χριστιανικών αιρέσεων και σεχτών, συμπεριλαμβανομένης της «προϊστορίας» τους στην Παλαιστίνη, εξαφανίστηκε. Η Εκκλησία έγινε - και παραμένει ως σήμερα - μια πολιτική, οικονομική και διπλωματική (όντας κάποτε και στρατιωτική) υπερδύναμη.
Στην εισαγωγή του στην «Συμβολή στην Κριτική της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ», ο Μαρξ αναφέρθηκε στη θρησκεία ως τον «αναστεναγμό των καταπιεσμένων». Εξήγησε ότι δεν είναι η πνευματικότητα ή η έλλειψή της, η οποία δημιουργεί υποστήριξη για την θρησκεία. Είναι η αποξένωση της μάζας του λαού από την ταξική κοινωνία στην οποία βρίσκεται.
Η κρίση του καπιταλισμού είναι η κρίση ενός σάπιου πολιτικού συστήματος, αλλά εκδηλώνεται επίσης και ως μια κρίση ιδεών. Οι ελπίδες και οι προσδοκίες εκατομμυρίων ανθρώπων περιορίζονται από τα στενά όρια του καπιταλιστικού κόσμου με αποτέλεσμα εκείνοι να τις εναποθέτουν στη μετά θάνατο ζωή. Έτσι όπως και στις αρχές της πρώτης χιλιετίας, νέα θρησκευτικά και μεσσιανικά κινήματα αντικατοπτρίζουν το πνευματικό και ηθικό αδιέξοδο μιας κοινωνίας που αποσυντίθεται.
Ο Μαρξ συνεχίζει: «Το να τους ζητήσει κανείς να παραιτηθούν από τις ψευδαισθήσεις σχετικά με την κατάστασή τους, είναι σα να τους ζητήσει να παραιτηθούν από μια κατάσταση που απαιτεί αυταπάτες. Η κριτική της θρησκείας είναι επομένως, η κριτική στην κοιλάδα των δακρύων, της οποίας η θρησκεία είναι το φωτοστέφανο». Έτσι έκανε σαφές ότι δεν τίθεται ζήτημα κατάργησης της θρησκείας. Αυτό θα ήταν παράλογο. Για να καταπολεμηθεί η δεισιδαιμονία και η άγνοια, πρέπει να διεξαχθεί αγώνας κατά των υλικών συνθηκών πάνω στις οποίες αυτές αναπτύσσονται - και αυτό σημαίνει, πάνω απ' όλα, αγώνας ενάντια στον καπιταλισμό.